Ενας γόρδιος δεσμός μπλεγμένος σαν κομποσχοίνι…

Η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είχε την τιμητική της μετά τη συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου. Και δεν είναι μόνο ακραίες φωνές που τα έβαλαν με τον «Αλιβιζάτο και την παρέα του» και τον «τρισκατάρατο μαρξισμό» που επιδιώκει τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας.

Στην Ενωση, αλλά και προσωπικά στον κ. Αλιβιζάτο αναφέρθηκε ακόμα και ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, παρουσιάζοντάς τον ως… κατηχητή του πρωθυπουργού, τον οποίο και «βομβαρδίζει με μυθεύματα».

Ωστόσο, αυτοί είναι οι ήσσονος σημασίας λόγοι που έκαναν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την εκδήλωση της Ενωσης στην ΕΣΗΕΑ τη Δευτέρα.

Η Ενωση είναι η αρχαιότερη μη κυβερνητική οργάνωση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 1953 και, έκτοτε, στο προεδρείο της βρέθηκαν προσωπικότητες όπως ο Αλέξανδρος Σβώλος, ο Στρατής Σωμερίτης, η Αγνή Ρουσοπούλου, ο Αριστόβουλος Μάνεσης.

Τον Οκτώβριο του 2005, αυτοί οι «αυτόκλητοι και αυτοσχέδιοι μάγοι της αλλοτρίωσης», όπως τους χαρακτήριζε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, παρουσίασαν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου για μια εφ’ όλης της ύλης ρύθμιση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας.

Οπως υποστήριζε η ΕλΕΔΑ στην εισηγητική έκθεση, η πρόταση στόχευε «αφενός μεν στο να βελτιώσει τις εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας εν όψει των νέων συνθηκών που έχουν επικρατήσει στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Και αφετέρου να δημιουργήσει τις θεσμικές προϋποθέσεις που, σε μεσομακροπρόθεσμη προοπτική, θα επιτρέψουν στην Εκκλησία της Ελλάδος και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες να αναπτυχθούν σε υγιείς βάσεις στη χώρα μας και να εκπληρώσουν την αποστολή τους, απαλλαγμένες από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους».

«Αποκληθήκαμε “Διοκλητιανοί”»

Η ιεραρχία της Εκκλησίας τότε έστειλε την πρόταση στο πυρ το εξώτερον: «Η “περίτεχνη” πρόταση νόμου ἐκ μέρους ὁρισμένων καθηγητῶν και πολιτικῶν για τη νέα σχέση Ἐκκλησίας – Πολιτείας στην Πατρίδα μας δεν ἀποβλέπει στο χωρισμό, ἀλλά στην ἐτσιθελική και βάναυση μετατροπή τῆς χώρας σε ἄθρησκη Πολιτεία, χωρίς βέβαια τη συναίνεση τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ».

«Γίναμε στόχος του μακαριστού Χριστόδουλου, αποκληθήκαμε “Διοκλητιανοί”, ενώ και ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος θεώρησε σκόπιμο να καταφερθεί περιφρονητικά εναντίον του περιεχομένου και των συντακτών τής τότε πρότασης στην τελευταία συνεδρίαση της ΔΙΣ», έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του ο πρόεδρος της Ενωσης, Γιάννης Ιωαννίδης.

Οπως μας είχε πει παλιότερα ο κ. Αλιβιζάτος, το 2005 «την πρόταση υιοθέτησαν αυτούσια και την κατέθεσαν λίγο αργότερα στη Βουλή ο Στέφανος Μάνος και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ανεξάρτητοι βουλευτές, εκλεγμένοι με το ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός ακολούθησαν, αφού επέφεραν μερικές μικροαλλαγές. Η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ απέρριψαν την πρόταση με το σκεπτικό ότι θα έπρεπε τάχα να προηγηθεί αναθεώρηση του Συντάγματος. Η Μαριέττα Γιαννάκου, πάντως, αρμόδια υπουργός τότε, μίλησε με νόημα για τη «διαπλοκή» που υπάρχει «σε πάρα πολλούς χώρους» και για την οποία «υπεύθυνοι είναι προ πάντων οι άνθρωποι και λιγότερο οι νόμοι».

Ο διαχωρισμός Εκκλησίας – Κράτους, για άλλη μια φορά, δεν πέρασε από την ελληνική Βουλή)· ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι αρκετά από τα επιμέρους σημεία της πρότασης υιοθετήθηκαν (ανάμεσα σε άλλα θεσμοθετήθηκε η δυνατότητα αποτέφρωσης νεκρών, απαγορεύθηκε η εξομολόγηση μαθητών στα σχολεία, το κράτος ανέλαβε την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα, ιδίαις δαπάναις).

Η «μετάλλαξη» Ιερώνυμου

Τώρα η Ενωση επαναφέρει την πρότασή της. Κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ακούσει κανείς τον κ. Αλιβιζάτο σήμερα να εξηγεί πως η Εκκλησία είναι ο μόνος θεσμός που δεν αγγίχτηκε στη Μεταπολίτευση, αλλά και να παρουσιάζει τις διαχρονικές αντιρρήσεις της Εκκλησίας σε κάθε προοδευτικό άνοιγμα της Πολιτείας, από το αυτόματο διαζύγιο (νόμος του 1978 επί Καραμανλή) μέχρι την καθιέρωση της εναλλακτικής θητείας για τους αντιρρησίες συνείδησης (επί Αβέρωφ).

Ο καθηγητής είπε πως, ενώ κατά το παρελθόν ο κ. Ιερώνυμος εναντιωνόταν στον τότε αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο προτείνοντας και δίνοντας έμφαση στην οικονομική διαφάνεια της Εκκλησίας, τώρα επέδειξε πλήρη ευθυγράμμιση με τις πλέον ακραίες και υπερσυντηρητικές θέσεις μητροπολιτών.

«Η πρόταση παραμένει απολύτως επίκαιρη, αφού απομυθοποιεί τις συνταγματικές διαστάσεις του ζητήματος που το καθιστούν σχεδόν μυθικό και σχεδόν ταμπού», είπε ο Δημήτρης Χριστόπουλος, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

«Το Σύνταγμα μπορεί και πρέπει να αλλάξει, ωστόσο, ανεξαρτήτως αυτού, η έννομη τάξη της χώρας βρίθει αναχρονισμών, η κατάργηση των οποίων δεν χρειάζεται καμία συνταγματική αναθεώρηση (…) Οι υπερασπιστές ή απολογητές του παρόντος καθεστώτος επικαλούνται συνήθως την ιστορία και την παράδοση της χώρας, προκειμένου να αιτιολογήσουν τη σημερινή κατάσταση. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι η ιστορική σχέση ελληνικού έθνους και ορθοδοξίας και άλλο η αγοραία σχέση ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας και ελληνικού κράτους».

Ελευθερία, ουδετερότητα

Οπως εξήγησε ο δρ Νομικής Πανεπιστημίου Μονάχου, Μιχάλης Τσαπόγας, η πρόταση νόμου του 2005 περιλάμβανε διατάξεις που κατοχύρωναν τη θρησκευτική ελευθερία σε σειρά πεδίων του δημόσιου βίου, αλλά και άλλες με συμβολικό κυρίως χαρακτήρα προς την κατεύθυνση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους.

Στα χρόνια που πέρασαν, ορισμένα από τα θέματα αυτά μεταρρυθμίστηκαν αλλά με τρόπο ανεπαρκή, σε κάποια υπάρχουν νέες ικανοποιητικές ρυθμίσεις αλλά δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί (αποτέφρωση νεκρών), σε άλλα δεν έχει αποτολμηθεί καμία αλλαγή (γάμος, ποινικά), ενώ ιδίως στο θέμα της θρησκευτικής εκπαίδευσης παρατηρήθηκε οπισθοδρόμηση, λόγω της πρόσφατης νομολογίας που αποδίδει καινοφανείς έννομες συνέπειες στη συνταγματική αναγνώριση επικρατούσας θρησκείας.

Η πρόταση νόμου περιλάμβανε διατάξεις και για τη φορολογία της Εκκλησίας, την περιουσία της και τη μισθοδοσία των κληρικών και την ασφάλισή τους.

Ο Γιάννης Κτιστάκις, επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ, εξήγησε εκτενώς γιατί είναι μύθευμα ότι η Πολιτεία χρωστά στην Εκκλησία: ανέφερε χαρακτηριστικά τις περιπτώσεις του νοσοκομείου Συγγρός και της αμερικανικής πρεσβείας, τις οποίες επικαλείται η Εκκλησία για να αποδείξει του λόγου της το αληθές.

Ωστόσο μια απλή επίσκεψη στο υποθηκοφυλακείο απέδειξε πως το μεν πρώτο οικόπεδο δόθηκε ως δωρεά, το δε δεύτερο απαλλοτριώθηκε από το ελληνικό Δημόσιο.

Ο Παντελής Καλαϊτζίδης, δρ Θεολογίας και διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου, ανέφερε πως για αλλαγές τέτοιου είδους απαιτείται διαφάνεια και ανοιχτός διάλογος όχι μόνο της Εκκλησίας με την Πολιτεία, αλλά και με την κοινωνία.

Οπως ανέφερε φέρνοντας αρκετά παραδείγματα, η Ελλάδα δεν είναι το μοναδικό κράτος με στενή σχέση με την Εκκλησία, αλλά «αν η Εκκλησία πρέπει να ξεκολλήσει από το μοντέλο της βυζαντινής συναλληλίας, και η ελληνική διανόηση οφείλει να σκεφτεί με πιο ανοιχτόμυαλο και δημιουργικό τρόπο, όπως λόγου χάρη έκανε με το πρόγραμμα για τα βιβλία των θρησκευτικών».

Πάνελ πολιτικών: Διαφωνίες… κομματικής γραμμής

Στο δεύτερο πάνελ ανέβηκαν οι πολιτικοί. «Πιστεύω στις καθαρές σχέσεις και τους διακριτούς ρόλους», είπε η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Ολγα Κεφαλογιάννη, η οποία σημείωσε ότι οι σκοτεινές στιγμές στη σχέση Κράτους – Εκκλησίας έρχονται όταν διαταράσσεται η ισορροπία, ενώ «η συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου θέτει σε ομηρία την Εκκλησία» και δεν βλέπει κανέναν λόγο ώστε να αναθεωρηθεί το άρθρο 3 του Συντάγματος.

Στον αντίποδα, φυσικά, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Δουζίνας, υπεραμύνθηκε της αλλαγής του άρθρου 3, ώστε το κράτος να είναι ουδέτερο θρησκευτικά, ενώ χαρακτήρισε απαραίτητη μια λελογισμένη αλλαγή στο Σύνταγμα.

Ο Ευαγγέλος Βενιζέλος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ήταν ένας από τους κεντρικούς ομιλητές, όταν πριν από 13 χρόνια η Ενωση παρουσίασε το σχέδιο νόμου, οπότε αναφέρθηκε εκτενώς σε όσα μεσολάβησαν έκτοτε. Για τη σημερινή συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου είπε ότι πάσχει από έλλειψη ιστορικής και νομικής ακριβολογίας, ενώ θεμελιώνει λάθος τη μισθοδοσία των ιερέων, η οποία, αν έρχεται ως αντάλλαγμα προς την απαλλοτριωμένη περιουσία, θα έπρεπε ήδη να έχει ολοκληρωθεί.

Τις θέσεις του ΚΚΕ παρουσίασε ο βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Δελής, και του Ποταμιού ο βουλευτής Περιφέρειας Αττικής, Γιώργος Μαυρωτάς.