Ενας σφιχτός εναγκαλισμός σχεδόν δύο αιώνων

Ο εναγκαλισμός του ελληνικού κράτους με την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι παλιός όσο και η ύπαρξή του – τοποθετείται συμβατικά στα 1833, όταν με βασιλικό διάταγμα η Εκκλησία της Ελλάδος αποσπάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τέθηκε υπό την εξουσία του Βασιλείου της Ελλάδος, ως κλιμάκιο του διοικητικού του μηχανισμού. Ο νομοθετικός -και επί της ουσίας βαθύτατα πολιτικός- δεσμός είναι τόσο ισχυρός, που καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να θίξει στον πυρήνα του, παρ’ όλες τις απόπειρες να «αναθεωρήσει», να «επαναπροσδιορίσει» ή, έστω, να «επαναδιατυπώσει» τη σχέση αυτή.

Ειδικότερα τα θέματα εκκλησιαστικής περιουσίας και μισθοδοσίας η ελληνική Πολιτεία τα ρυθμίζει από την εποχή του Οθωνα. Τότε έκλεισαν πολλές ανδρικές και γυναικείες μονές, με την πρόβλεψη ότι η περιουσία θα μεταβιβαζόταν στο Εκκλησιαστικό Ταμείο – ορισμένοι επιστήμονες ωστόσο υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν ένας αιώνας για να γίνουν το 1917 και το 1920 άλλες δύο απόπειρες απαλλοτρίωσης μοναστηριακής περιουσίας υπέρ ακτημόνων.

Το κρίσιμο 1952

Το 1952 υπογράφεται η σύμβαση για την ανταλλαγή ακινήτων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Η τελευταία προσπάθεια ρύθμισης περιουσιακών θεμάτων ήταν ο νόμος Τρίτση του 1987, ο οποίος όμως -μετά την αντίδραση της Εκκλησίας- απεσύρθη.

Η μισθοδοσία του κλήρου από το κράτος είναι σπάνια στην Ευρώπη, όπου συνήθως οι ιερείς πληρώνονται από τις εισφορές των πιστών (π.χ. Γερμανία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία). Στην Ελλάδα η μισθοδοσία τους θεσπίστηκε το 1945, ενώ επί χούντας, το 1968, οι κληρικοί εξομοιώθηκαν μισθολογικά με τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους.

Η Εκκλησία παγίως ισχυρίζεται ότι καλώς οι ιερείς της πληρώνονται από τον δημόσιο κορβανά, αφού αυτό είναι το αντιστάθμισμα της σταδιακής αφαίρεσης μεγάλης ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς αποζημίωση. Ωστόσο, έγκριτοι νομικοί όπως ο Γιάννης Κτιστάκις υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει κανένα «λογιστικό» υπόλοιπο και ότι δεν χρωστάει η Πολιτεία στην Εκκλησία από το παρελθόν.

Σε συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει παλιότερα ο κ. Κτιστάκις εξηγούσε πως «η σύμβαση του 1952 ήταν αμφοτεροβαρής: το κράτος απέκτησε την κυριότητα αγροτεμαχίων και βοσκοτόπων εκτός Αττικής (αξίας 97 δισεκατομμυρίων δραχμών) έναντι ίσης αξίας αστικών ακινήτων και μετρητών που απέκτησε η Εκκλησία».

Η πρακτική οι φορολογούμενοι να πληρώνουν τους ορθόδοξους ιερείς καθιερώθηκε το 1945, όπως μας είχε πει ο κ. Κτιστάκις.

«Ο στόχος ήταν η κεντρική κυβέρνηση να ελέγχει τον κλήρο εν όψει του εμφύλιου πολέμου. Ο αναγκαστικός νόμος προέβλεπε μεν την κρατική μισθοδοσία, αλλά προέβλεπε, ταυτοχρόνως, και υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους. Με άλλα λόγια, το κράτος έλεγχε τον κλήρο πληρώνοντας τους μισθούς του με τα έσοδα των ναών – που σχηματίζονταν, όμως, από τις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών».

Τι θα άλλαζε αν το κράτος γινόταν στ’ αλήθεια κοσμικό

«Δεν έχουν καμία βάση όσα αστεία ορισμένοι ψευδώς έχουν διαδώσει τις τελευταίες μέρες περί επικείμενης δήθεν αποκαθήλωσης των ιστορικών συμβόλων από τα εθνικά σύμβολα», είπε χθες ο πρωθυπουργός και είχε απόλυτο δίκιο. Γιατί αν στα σοβαρά η Ελλάδα αποφάσιζε να γίνει κοσμικό κράτος, οι αλλαγές θα ήταν εντυπωσιακές.

Σε αυτήν την υπόθεση εργασίας η «Εφ.Συν.» είχε ζητήσει τη συμβολή του νομικού, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Κωστή Τσιτσελίκη. Με βάση τα όσα μας είπε:

Η πρώτη αλλαγή θα ήταν στο Σύνταγμα, με κατάργηση του προοιμίου του και του άρθρου 3, το οποίο ρυθμίζει το καθεστώς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, του Αγίου Ορους. Το άρθρο 33, σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος μπορεί να ορκιστεί μόνο με θρησκευτικό ορθόδοξο όρκο.

Το μάθημα των Θρησκευτικών θα μπορούσε να καταργηθεί εντελώς ή να γίνει θρησκειολογικό. Η πρωινή προσευχή και ο αγιασμός θα καταργούνταν.

Στις δημόσιες υπηρεσίες και τα συμβολαιογραφεία η ορκωδοσία θα ήταν υποχρεωτικά πολιτικού χαρακτήρα. Στα δικαστήρια θα μπορούσε κανείς να ορκιστεί και με θρησκευτικό όρκο, ανάλογα με τη θρησκεία του. Σε κάθε περίπτωση, θα προτασσόταν ο πολιτικός όρκος. Η ανάρτηση εικόνων σε δημόσιες υπηρεσίες θα έπρεπε να επανεξεταστεί στο νέο κοσμικό περιβάλλον.

Το υπουργείο Παιδείας δεν θα είχε αρμοδιότητες επί των θρησκευτικών θεμάτων κάθε θρησκευτικής κοινότητας, αφού αυτές θα είχαν την απόλυτη αυτοδιοίκηση των εσωτερικών τους θεμάτων.

Η αναγραφή του θρησκεύματος θα είχε απαλειφθεί από κάθε δημόσιο έγγραφο.

Ο πολιτικός γάμος θα ήταν ο μόνος επίσημα αναγνωρισμένος, όπως και η ονοματοδοσία του νεογέννητου παιδιού.

Ο εκκλησιασμός των πολιτικών αρχηγών και κρατικών αξιωματούχων απλώς δεν θα γινόταν, όπως και ο αγιασμός της Βουλής.

Και, φυσικά, κανείς δεν θα υποδεχόταν το Αγιο Φως από τα Ιεροσόλυμα το Μεγάλο Σάββατο με τιμές αρχηγού κράτους, ούτε φυσικά θα προσκυνούσε το χριστεπώνυμο πλήρωμα εικόνες στην αυλή του υπουργείου Εξωτερικών.

Δεκαπέντε σημεία για τη νέα σχέση Εκκλησίας-Κράτους

Το κοινό ανακοινωθέν πρωθυπουργού – αρχιεπισκόπου προβλέπει τα εξής:

■ Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939, οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939, απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.

■ Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου ως, με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.

■ Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.

■ Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.

■ Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.

■ Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.

■ Με τη συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.

■ Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση για αύξηση του ποσού της ετήσιας επιδότησης.

■ Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

■ Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την ελληνική κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.

■ Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.

■ Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.

■ Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.

■ Η ήδη συσταθείσα με τον Ν. 4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.

Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της συμφωνίας στο σύνολό της.

Πλήρης ικανοποίηση της Εκκλησίας

Η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είχε κάνει το 2005 μια πολύ σημαντική δουλειά για το ξεκαθάρισμα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας. Είχαμε παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη πρόταση νόμου, με επεξεργασμένες θέσεις και ισορροπημένες ρυθμίσεις για όλα τα θέματα, η δε σχετική καμπάνια είχε μάλιστα το μότο «Εκκλησία-Πολιτεία, Ρόλοι Καθαροί».

Θυμίζω ότι τότε είχε υιοθετηθεί και κατατεθεί ως πρόταση νόμου στη Βουλή από τον Συνασπισμό, τους Φιλελεύθερους και με μικρές αλλαγές από το ΚΚΕ. Η λογική ήταν ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των ουσιαστικών ζητημάτων θα αρκούσε η πολιτική βούληση και οι πρακτικές νομοθετικές ρυθμίσεις, εν αναμονή μιας συνταγματικής αναθεώρησης για τον χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας.

Το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα θα επανέλθουμε γιατί οι ανακοινώσεις των τελευταίων ημερών, αν και γενικόλογες, όχι μόνο δεν προωθούν τον χωρισμό, αλλά δεν καλύπτουν καν τα ζητήματα που ανακύπτουν διαχρονικά, είτε αυτά αφορούν τη θρησκευτική ελευθερία και ισοπολιτεία, ιδίως στην εκπαίδευση, είτε και την εξυγίανση των νοσηρών σχέσεων διαπλοκής πολιτικής, κράτους, Ιεραρχίας.

Εάν η πλήρης ικανοποίηση της Εκκλησίας στα ζητήματα περιουσίας και διασφάλισης της επιχορήγησης για τη μισθοδοσία των κληρικών γίνεται για να μην υπάρξουν αντιδράσεις στην πρόταση για κατάργηση του θρησκευτικού όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών, τότε το τίμημα είναι μάλλον πολύ ακριβό.

Γιάννης Φ. Ιωαννίδης,

Ενα μικρό βήμα για την εκκοσμίκευση του κράτους

Η άρτι ανακοινωθείσα συμφωνία μεταξύ του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου μπορεί να θεωρηθεί ένα αρχικό και ενδεχομένως θετικό βήμα προς την εύλογη εκκοσμίκευση του κράτους.

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω συμφωνία θα τεθεί προς έγκριση από την Ιερά Σύνοδο, κρίνεται μάλλον πρώιμη η αποτίμησή της, πολλώ δε μάλλον εάν προστεθούν ορισμένα ερωτήματα τα οποία προκύπτουν.

Κατ’ αρχάς, ενώ αναφέρεται ότι το Δημόσιο θα καλύπτει με ένα εφάπαξ ποσό τη μισθοδοσία, δεν διευκρινίζεται τι θα γίνει με τις συντάξεις των κληρικών, ή θεωρείται αυτονόητο ότι συμπεριλαμβάνονται. Εφόσον η Εκκλησία είναι ΝΠΔΔ, αλλά οι κληρικοί παύουν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τι είδους υπάλληλοι θα θεωρούνται, ιδιωτικοί;

Τέλος, ελάχιστα αποσαφηνίστηκαν ως προς το τι συνεπάγεται ο ουδετερόθρησκος χαρακτήρας του κράτους, καθώς η έμφαση δόθηκε στον οικονομικό τομέα. Τι θα γίνει, επί παραδείγματι, με την προσευχή στα σχολεία ή τον εκκλησιασμό, αλλά και με τις εικόνες στα δημόσια κτίρια;

Και αυτό θα οδηγήσει σε τροποποίηση και τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας ιδίως στο άρθρο 2; Η εκκοσμίκευση είναι μια μακρά διαδικασία και όσο πιο σαφή και κατανοητά είναι τα βήματα προς αυτήν τόσο λιγότερα προβλήματα θα υπάρξουν.

Αλέξανδρος Σακελλαρίου,

δρ Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, Πάντειο Πανεπιστήμιο & Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Ενα πολύ σημαντικό βήμα

Η συμφωνία είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα. Είναι η πρώτη φορά από το 1952 που αντιμετωπίζεται το μεγαλύτερο αγκάθι που αφορά τον χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. 

Είναι σωστό το να δίνει το κράτος ένα ποσό ισόποσο προς τη μισθοδοσία, αλλά ταυτόχρονα να μη θεωρούνται πια οι ιερείς δημόσιοι υπάλληλοι – πρόκειται για διαχωρισμό αρμοδιοτήτων. 

Δημιουργείται ένα νομικό πρόσωπο διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας που ήταν ώς τώρα σε μια ιδιότυπη κατάσταση δέσμευσης από το κράτος και έτσι δεν μπορούσε να την εκμεταλλευτεί ούτε το κράτος ούτε η Εκκλησία.

Αυτό θα παράξει υπεραξία σε χρήμα και θα είναι σε όφελος και των δύο. Είναι επίσης ανοιχτό το ενδεχόμενο να εκχωρήσουν και οι μητροπόλεις την περιουσία τους σε αυτό το νομικό πρόσωπο.

Η μεγάλη ασάφεια στη συμφωνία εντοπίζεται στο ότι δεν αποσαφηνίζεται το για πόσο χρόνο θα χορηγεί το κράτος τη μισθοδοσία.

Το χρέος της Πολιτείας προς την Εκκλησία δεν έχει ποτέ κοστολογηθεί, πρέπει να αποτυπωθεί οικονομετρικά. Αν δεν μπει η διάσταση του χρόνου στη συμφωνία, στην πράξη αυτή ακυρώνεται και η συμφωνία θα είναι σε βάρος ενός από τα δύο μέρη.

Κωστής Τσιτσελίκης,

νομικός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας