Ε, λοιπόν, δεν μας αρέσει, κ. Πάκο

Ούτε για… τριαντάφυλλα μιλούν τα εγχειρίδια σύλληψης, αλλά ούτε για κακοποίηση και λιντσάρισμα • Το εγχειρίδιο «Αστυνομική δεοντολογία και βέλτιστες πρακτικές αστυνομικών ενεργειών» εκδόθηκε το 2008, μοιράζεται στις σχολές και είναι γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο. Εκεί διαβάζουμε ότι «εσύ [σ.σ. ο αστυνομικός] κατά την άσκηση των καθηκόντων σου επιδεικνύεις ευαισθησία, κατανόηση και ανθρωπισμό, σεβόμενος το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια κάθε ατόμου» και «δεν προκαλείς και δεν ανέχεσαι πράξεις βασανιστηρίων και αναφέρεις αρμοδίως κάθε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

«Αυτή είναι η πρακτική. Σε όποιον αρέσει». Ο πρόεδρος της Ενωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών, Δημοσθένης Πάκος, με μια φράση μόνο κατάφερε να συνοψίσει μια ολόκληρη αντίληψη που ενστερνίζεται μερίδα αστυνομικών: ότι μπορούν να λειτουργούν ως πραίτορες (όπως τους χαρακτήριζε το 2006 ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Βύρων Πολύδωρας), να αυθαιρετούν και μάλιστα ατιμωρητί.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια της σκληρής λιτότητας και της μαχητικής αντίστασης του λαού, είδαμε αναρίθμητες άγριες συλλήψεις, κακοποίηση συλληφθέντων και κρατουμένων, σοβαρούς τραυματισμούς διαδηλωτών και δημοσιογράφων. Παρ’ όλα αυτά, η κακοποίηση του Ζακ Κωστόπουλου από τους ένστολους ξεπέρασε κάθε όριο στου κακού τη σκάλα, αφού αυτή τη φορά ο άνθρωπος τον οποίο έσερναν, τσαλαπατούσαν, κλοτσούσαν οι αστυνομικοί ήταν αναίσθητος, ημιθανής, αν όχι νεκρός.

Το βίντεο, που αποκάλυψε η «Εφ.Συν.», με την αστυνομική αγριότητα κατά του Ζακ Κωστόπουλου δεν προκάλεσε μόνο σωρεία αντιδράσεων που οδήγησαν στην έναρξη έρευνας από την ΕΛ.ΑΣ. για το περιστατικό, αλλά έφεραν ταυτόχρονα στον δημόσιο διάλογο τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί κατά τη διάρκεια της σύλληψης και πώς αυτές συσχετίζονται με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τι είναι αυτό που δίνει στον κ. Πάκο τον αέρα να λέει προκλητικά, ενώπιον εκατομμυρίων πολιτών, «σ’ όποιον αρέσει»; Πώς μπορεί ένας ένστολος να ισχυρίζεται ανερυθρίαστα ότι «σε μένα δεν αρέσει κάτι άλλο: δεν μπορεί να κρίνεται συνεχώς η δράση του αστυνομικού, που είναι συγκεκριμένη και προβλέπεται από συγκεκριμένα πράγματα, βάσει της πολιτικής ιδεολογίας του καθενός που κυβερνάει»;

Οι κανονισμοί

Η Αστυνομία, όπως κάθε δημόσιος φορέας, ασφαλώς και κρίνεται. Κι έχει δίκιο σ’ ένα σημείο ο κ. Πάκος:

«Η δράση του αστυνομικού είναι συγκεκριμένη και προβλέπεται από συγκεκριμένα πράγματα». Αυτά τα «συγκεκριμένα πράγματα» διαβάσαμε κι εμείς για να δούμε κατά πόσο οι συνάδελφοι του κ. Πάκου «έχουν δράσει μέσα στα προβλεπόμενα όρια της υπηρεσίας» κι αν το λιντσάρισμα και η κακοποίηση είναι μέσα στις «διεθνείς πρακτικές», αφού «σύλληψη δεν γίνεται ούτε με τριαντάφυλλα ούτε με τη δύναμη της πειθούς», όπως διατράνωσε ο ίδιος.

Χωρίς να επιδιώκουμε να προκαταβάλουμε το πόρισμα των ερευνών, καταγράψαμε τι προβλέπεται από τους κανονισμούς, τις διατάξεις και τα αστυνομικά εγχειρίδια που διδάσκονται οι αστυνομικοί στις σχολές.

Σημαντικότερος από όλους τους κανονισμούς που διέπουν την αστυνομική πρακτική είναι το Προεδρικό Διάταγμα που εκδόθηκε το 2004. Για την κατάρτισή του είχαν ληφθεί υπόψη ο Ευρωπαϊκός Κώδικας Αστυνομικής Δεοντολογίας, οι διεθνείς διακηρύξεις για τους κανόνες συμπεριφοράς των αστυνομικών, οι παρατηρήσεις και προτάσεις της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Συνηγόρου του Πολίτη, του Γραφείου της Υπάτης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα και των Ομοσπονδιών του αστυνομικού προσωπικού.

Στο ακροτελεύτιο, συγκεκριμένα, άρθρο ο αστυνομικός διαβεβαιώνει ότι «γνώμονας της συμπεριφοράς μου αποτελεί ο σεβασμός της αξίας κάθε ανθρώπου και η προάσπιση των δικαιωμάτων του» και ότι προσπαθεί «διαρκώς να βελτιώσει τη συμπεριφορά» του.

Ανθρώπινα δικαιώματα

Ηδη από τη σχολή τους οι αστυνομικοί μαθαίνουν τι ακριβώς είναι η «νόμιμη βία» και οι αρχές της αναγκαιότητας, της προσφορότητας (καταλληλότητας) και της αναλογικότητας.

Διδάσκονται επίσης ότι ο αστυνομικός «εφαρμόζει τους νόμους με κοινωνική ευαισθησία […] Φέρεται ευγενικά και εξυπηρετεί τον πολίτη με προθυμία. […] Ενεργεί με την αναγκαία αυστηρότητα και ασκεί τη νόμιμη βία στον βαθμό που απαιτείται και μόνο όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν. Επιδεικνύει ευαισθησία, κατανόηση και ανθρωπισμό, σεβόμενος το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια κάθε ατόμου».

Το εγχειρίδιο «Αστυνομική δεοντολογία και βέλτιστες πρακτικές αστυνομικών ενεργειών» εκδόθηκε το 2008, μοιράζεται στις σχολές και είναι γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο. Εκεί διαβάζουμε ότι «εσύ [σ.σ. ο αστυνομικός] κατά την άσκηση των καθηκόντων σου επιδεικνύεις ευαισθησία, κατανόηση και ανθρωπισμό, σεβόμενος το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια κάθε ατόμου» και «δεν προκαλείς και δεν ανέχεσαι πράξεις βασανιστηρίων και αναφέρεις αρμοδίως κάθε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Σε εγκύκλιο του Αρχηγείου, που εστάλη σε όλες τις υπηρεσίες το 2005, η οποία είχε θέμα «Η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την αστυνομική δράση», τονίζεται ότι: «Η αντίδραση στο έγκλημα πρέπει να είναι δραστική, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να οδηγεί σε μέτρα που υπονομεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα».

Σύλληψη και χειροπέδηση

Μεγάλο και σοβαρό κεφάλαιο τόσο στην εκπαίδευση όσο και στη λειτουργία των αστυνομικών είναι η σύλληψη και χειροπέδηση, που διέπονται από κανόνες, νόμους και πρέπει να κινούνται εντός συνταγματικών ορίων.

Στο «Εγχειρίδιο Αστυνομική Αυτοάμυνα» (2015) τονίζεται: «Οι αστυνομικοί κατά τη σύλληψη πρέπει να ενεργούν με σύνεση και σταθερότητα, να τηρούν άψογη συμπεριφορά και να αποφεύγουν κάθε ενέργεια που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος και γενικά να προσβάλει την αξιοπρέπειά του».

Οι αστυνομικοί «οφείλουν να συμπεριφέρονται στον συλληφθέντα με προσήνεια», να μη μεταχειρίζονται εναντίον του, χωρίς ανάγκη, βία και να τον δεσμεύουν μόνο όταν αντιδρά βίαια ή είναι ύποπτος φυγής.

Η νόμιμη χρήση του εξοπλισμού κλιμακώνεται ανάλογα με την πιθανολογούμενη βλάβη που μπορεί να προκαλέσει η χρήση του. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη χρήση βίας και την επιλογή του μέσου ελέγχου είναι η ηλικία, η σωματική διάπλαση, το φύλο, το επίπεδο επιδεξιότητας, το παρελθόν του ελεγχομένου, η φυσική κατάσταση, η φυσική θέση, το περιβάλλον.

«Μη φέρεσαι σκληρά και βίαια»

Στις «Βασικές αρχές ασφαλούς χειροπέδησης» υπογραμμίζεται: «Μη φέρεσαι σκληρά και βίαια στον συλλαμβανόμενο όταν του περνάς τις χειροπέδες».

Το «Εγχειρίδιο Αυτοπροστασίας», που ανανεώθηκε μόλις τον περασμένο Ιούνιο, αναφέρει ρητά: «ΔΕΝ δεσμεύονται με χειροπέδες ανήλικοι κάτω των 17 ετών, κληρικοί, ηλικιωμένοι, άτομα με σωματική ανικανότητα, αναπηρία ή σοβαρή ασθένεια, εκτός αν αυτοί κρίνονται επικίνδυνοι ή ύποπτοι απόδρασης».

Υπάρχει έστω κι ένας που έχει δει το βίντεο της «Εφ.Συν.» και μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι ο μπλαβιασμένος άνθρωπος που κείτεται αιμόφυρτος στην οδό Γλάδστωνος είναι ύποπτος φυγής; Στα «λάθη κατά τη χειροπέδηση» διαβάζουμε ότι είναι «η απρεπής, προσβλητική ή βάναυση συμπεριφορά».

Τι συνιστούν άραγε η κλοτσιά και το τσαλαπάτημα με την αρβύλα στον λαιμό του -επαναλαμβάνουμε μονότονα- ανθρώπου που εμφανώς δεν έχει τις αισθήσεις του;

Αντιθέτως, η αστυνομική δεοντολογία επιβάλλει «ιδιαίτερη ευαισθησία σε περιπτώσεις σύλληψης προσώπων που χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα ευάλωτα». Ξεχωριστές υποδείξεις γίνονται για τη σύλληψη ατόμων με ανατομικά, κινητικά ή προβλήματα αναπηρίας:

«Το αν αποφασίσεις να τους περάσεις τις χειροπέδες σου θα εξαρτηθεί από τον βαθμό αναπηρίας, επικινδυνότητας κ.λπ. που παρουσιάζουν. Σε κάθε, όμως, περίπτωση χειροπέδησης, πρέπει να επιδεικνύεις τον επαγγελματισμό σου και την ανάλογη ευαισθησία. Σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση, όπως προαναφέρθηκε, απαγορεύεται και τιμωρείται αυστηρά».

Ανήμπορος κρατούμενος

Το εκπαιδευτικό εγχειρίδιο της σχολής κάνει αναλυτικότερη αναφορά:

«Οταν η αναπηρία του κρατουμένου είναι τέτοια που να καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε απόπειρα απόδρασής του ή πρόκλησης τραυματισμού στον εαυτό του ή σε τρίτους, ίσως δεν πρέπει να τον δέσεις με τις χειροπέδες σου […] Αν ένας κρατούμενος είναι αρκετά άρρωστος ή τραυματισμένος, ώστε να είναι αχρηστευμένος, ίσως δεν κριθεί απαραίτητη η χρήση περιοριστικών μέσων. Στις περιπτώσεις αυτές, χρειάζεται να ενεργήσεις με κοινή λογική. Μην ξεχνάς όμως να ερευνάς κάθε κρατούμενο που συνοδεύεις είτε τον δέσεις είτε όχι».

Αν ο κρατούμενος τραυματιστεί κατά τη διάρκεια ή μετά τη σύλληψή του ή αρρωστήσει, τα εγχειρίδια υποδεικνύουν στον αστυνομικό «πρέπει και σε αυτήν την περίπτωση να φερθείς το ίδιο διακριτικά για τη χρήση περιοριστικών μέσων και να ζητήσεις αμέσως ιατρική βοήθεια ή να τον μεταφέρεις σε κάποιο νοσοκομείο, ανάλογα με την κατάστασή του».

Επίσης οι αστυνομικοί πρέπει να προσέξουν μήπως προκαλέσουν ασφυξία στον κρατούμενο: «Αν πρέπει να περιορίσεις έναν κρατούμενο που έχει εκδηλώσει βίαιη αντίσταση κατά τη σύλληψή του, είναι υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ή ναρκωτικών ουσιών ή είναι αρκετά ευτραφής, πρόσεξε για τυχόν ίχνη ασφυξίας λόγω θέσης […] κάθε άτομο που συλλαμβάνεις και το έχεις ξαπλώσει μπρούμυτα στο έδαφος για να του περάσεις τις χειροπέδες σου, μετά τη χειροπέδησή του, γύρισέ το αμέσως στο πλάι και ανασήκωσέ το σε όρθια θέση».

Διεθνής Αμνηστία: «Κουλτούρα κακομεταχείρισης και ατιμωρησίας» στην ΕΛ.ΑΣ.

Ολα αυτά τα χρόνια πολλές ΕΔΕ διατάχθηκαν, ελάχιστοι ένστολοι ωστόσο έχουν βρεθεί εντέλει στο εδώλιο κι έχουν καταδικαστεί -όπως ο άνδρας των ΜΑΤ που καταδικάστηκε και πρωτόδικα και από το Εφετείο το 2015 για τον τραυματισμό της φωτορεπόρτερ Τατιάνας Μπόλαρη το 2011.

Λίγες μόνο μέρες πριν από το λιντσάρισμα του Κωστόπουλου και από αστυνομικούς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) καταδίκασε την Ελλάδα για την ποινή – χάδι που επέβαλε σε αστυνομικό ο οποίος βασάνισε χρησιμοποιώντας ηλεκτροσόκ δύο παραβάτες του ΚΟΚ (ο εν λόγω πήρε μάλιστα προαγωγή στο Σώμα πριν από τη συνταξιοδότησή του) («Εφ.Συν.» 29/9/2018).

Η Διεθνής Αμνηστία, που έχει τεκμηριώσει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας στην Ελλάδα επί πολλά χρόνια, κάνει λόγο για «κουλτούρα κακομεταχείρισης και ατιμωρησίας» στην ΕΛ.ΑΣ. Σε έκθεσή της τον Ιούλιο του 2012 εντόπιζε μια σειρά συστημικών προβλημάτων στη διερεύνηση, την ποινική δίωξη και την τιμωρία καταπατήσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένης της συχνής παράλειψης της Αστυνομίας, των εισαγγελέων και των δικαστηρίων να διερευνήσουν διεξοδικά, να διώξουν ποινικά και να τιμωρήσουν καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες εμπλέκονται μέλη των σωμάτων ασφαλείας.

Το 2014 σε νέα έκθεση η Διεθνής Αμνηστία σημειώνει και πάλι ότι «παραμένουν τα συστημικά ελαττώματα που οδηγούν στην ατιμωρησία για τα μέλη των σωμάτων ασφαλείας που διαπράττουν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων […] Η έλλειψη λογοδοσίας είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες που οδηγούν στις συνεχιζόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας. Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν παραλείψει να παραδεχτούν, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσουν, την κλίμακα και τη συστηματική φύση των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας και τη συνεχιζόμενη ατιμωρησία».