«Τη μαμά μου, τον μπαμπά μου, τα παιδιά μου. Πού να τους ψάξω;»
Οδοιπορικό της «Εφ.Συν.» στο Μάτι και στη Ραφήνα την επόμενη μέρα της κόλασης.
Στάχτη, κάπνα και μια απόκοσμη σιωπή. Χιλιάδες άνθρωποι κινούνται ακατάπαυστα, κι όμως επικρατεί ησυχία παντού, από τη Ραφήνα μέχρι το Μάτι. Μια ησυχία νεκρική, ευλαβική σχεδόν, αφού κανείς μας δεν ξέρει πού και πότε θα βρεθούν τα επόμενα πτώματα.
Είναι ο τρόμος που ακόμα δεν έχει περάσει, είναι το δέος μπροστά στη λαίλαπα που δεν άφησε τίποτα πίσω της, είναι το σοκ, αφού όλα χάθηκαν μέσα σε στιγμές και μάλιστα «μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα. Ηταν μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα δίπλα στη θάλασσα… Και μετά… Μετά βρίσκουμε καμένα παιδιά…».
Ακόμα και οι πυροσβέστες, οι αστυνομικοί, οι λιμενικοί, οι διασώστες, οι γιατροί, οι εθελοντές -άνθρωποι εξαιρετικά έμπειροι κι εκπαιδευμένοι να στέκονται ψύχραιμοι απέναντι στην ανθρώπινη οδύνη- αυτή τη φορά μοιάζουν αποσβολωμένοι.
Αυτή η αλλόκοτη ησυχία σπάει μόνο από τον ήχο των Καναντέρ, των τηλεοπτικών drones, τις σειρήνες της Πυροσβεστικής και των ασθενοφόρων.
Το μόνο που απέμεινε από τον καταπράσινο παράδεισο των παιδικών μας εκδρομών είναι κουφάρια από αυτοκίνητα, σκελετοί από σπίτια κι άνθρωποι καψαλισμένοι που ψάχνουν ακόμα τους δικούς τους ή ό,τι απέμεινε από αυτό που μέχρι πριν από λίγες ώρες ήταν το νοικοκυριό τους.
Εξω από το δημαρχείο της Ραφήνας ο Ερυθρός Σταυρός έχει στήσει το κεντρικό του ιατρείο, λίγο πιο εκεί οι Γιατροί του Κόσμου ετοιμάζονται για την αποστολή τους.
Και φαντάζει παράξενο τόσα λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας να βλέπει κανείς την ειδική υπηρεσία αγνοουμένων του Ερυθρού Σταυρού σαν να βρίσκεται σε εμπόλεμη ζώνη.
Η Ομάδα Αποκατάστασης Οικογενειακών Δεσμών του Ερυθρού Σταυρού δουλεύει όπου υπάρχουν αγνοούμενοι.
Η Στέλλα είναι εδώ μαζί με άλλους 11 εθελοντές: «Κάνουμε ακριβώς την ίδια δουλειά στα ναυάγια με τους πρόσφυγες στα νησιά. Βοηθάμε όσους αναζητούν τα αγαπημένα πρόσωπα, προσπαθώντας να τους φέρουμε σε επικοινωνία με τους δικούς τους, ενώ ταυτόχρονα προσφέρουμε όχι μόνο προνοιακή και ιατρική, αλλά και ψυχολογική βοήθεια».
Λίγο νωρίτερα μια γυναίκα έψαχνε αλλόφρων τους δικούς της: «Ηταν η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, τα δυο μου παιδιά… Τους είχα φέρει για μπάνιο… Πού αλλού να ψάξω; Πού να πάω; Πού είναι;»
Από νωρίς το πρωί το δημαρχείο της Ραφήνας-Πικερμίου έχει μετατραπεί σε κέντρο συντονισμού, όπου δημοτικοί υπάλληλοι και περίπου 150 μηχανικοί του υπουργείου Μεταφορών φεύγουν ανά ομάδες για να κάνουν επιτόπια καταγραφή των ζημιών.
Κι ενώ στα σόσιαλ μίντια μαίνεται μια μάχη εντυπώσεων από την πρώτη γραμμή του… κινητού με μύδρους κατά της κυβέρνησης και του «ανύπαρκτου κράτους», είναι ακριβώς αυτό το κράτος και οι δημόσιοι λειτουργοί του που βρίσκονται εδώ από την πρώτη στιγμή: οι πυροσβέστες, οι λιμενικοί, οι τροχονόμοι, οι γιατροί, οι νοσοκόμοι, οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι.
Βουνά με μπουκάλια νερού
Κι ευτυχώς είναι πολλοί περισσότεροι οι πολίτες που από το ανάθεμα εις άγραν «likes» σπεύδουν εδώ για να προσφέρουν αυτό που χρειάζεται: αλληλεγγύη και στήριξη.
Ολόκληρα βουνά με πλαστικά μπουκάλια νερό, συσκευασμένα τρόφιμα, χυμοί, παιδικές τροφές φτάνουν από κάθε γωνιά της χώρας και καταλαμβάνουν κάθε γωνία του δημαρχείου. Κόσμος έρχεται συνεχώς ρωτώντας: «Πού να σας φέρουμε βοήθεια, τι χρειάζεστε;»
Στο λιμάνι της Ραφήνας ένα φέριμποτ περιμένει τον απόπλου. Τουρίστες, εκδρομείς, μόνιμοι κάτοικοι ξαποσταίνουν στα παγκάκια ή περπατάνε σε κατάσταση σοκ ακόμα.
Καταλαβαίνεις ότι ξενύχτησαν στις φλόγες από την καπνιά στο δέρμα τους, τα μαυρισμένα ρούχα τους, τα κόκκινα μάτια τους, αλλά κυρίως το παγωμένο βλέμμα.
Ο Μάκης Τσαμαλής -επικεφαλής του κλιμακίου της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης Αττικής- είναι εδώ με 15μελή αποστολή από χθες νωρίς το βράδυ.
Προσέγγισαν με κάθε τρόπο -με πλωτά μέσα, με βαν, με μηχανές, ακόμα και πεζή- δεκάδες σημεία με εγκλωβισμένους.
«Δεν θέλω να μιλήσω για νεκρούς γιατί ήταν και μικρά παιδιά ανάμεσά τους. Εχω κι εγώ παιδί και το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια…».
Ας μιλήσουμε για όσους σώθηκαν:
«Απεγκλωβίσαμε πάνω από 100 άτομα από το Κόκκινο Λιμανάκι. Ηταν στα βράχια και φώναζαν ‘‘Βοήθεια’’. Ανάμεσά τους πολλοί ηλικιωμένοι, πανικόβλητοι. Εκείνη τη στιγμή κάθε βοήθεια μετράει. Εστω και να τους αγκαλιάσεις, να τους πεις ‘‘υπομονή, θα σας σώσουμε’’. Ο αέρας ήταν τόσο δυνατός που σε 10 λεπτά είχε φτάσει στην παραλία, η φωτιά σταμάτησε κυριολεκτικά στη θάλασσα. Ημουν και το 2007 στις πυρκαγιές, δεν μπορώ να τις συγκρίνω. Αυτό που είδα τώρα, να υπάρχουν νεκρά παιδιά στην Αττική, δεν μπορώ να το δεχτώ, με ξεπερνάει…»
«Θεριεύει η φωτιά και τίποτα δεν λυπάται»
Η θέα από τον λόφο του Νέου Βουτζά είναι πανοραμική -μόνο που τώρα βλέπει μονάχα αποκαΐδια.
Εδώ δεν βρίσκεις πια πολλούς κατοίκους, οι περισσότεροι έχουν φύγει από χθες το βράδυ.
Ενας άντρας με καροτσάκι κηπουρού καθαρίζει τη βίλα του αφεντικού του. «Από τύχη σωθήκαμε. Να, ώς εδώ έφτασε η φωτιά» και μας δείχνει τη μαυρισμένη κεραμοσκεπή. «Θα πάρει καιρό να το φτιάξουμε, ούτε νερό θα έχει. Αγιο είχαμε».
Απέναντι από τη βίλα μια τεράστια τσιμεντένια εκκλησία, μέσα σε ένα αλσύλλιο με τσουρουφλισμένα δέντρα. Η εκκλησία σώθηκε, το δάσος όχι. Παρακάτω η προτομή κάποιου ρασοφόρου, τσουρουφλισμένη κι αυτή.
Η λεωφόρος Δημοκρατίας χωρίζει το Κόκκινο Λιμανάκι στα δύο. Από τη μια τα ολοσχερώς καμένα, από την άλλη τα παρά τρίχα σωσμένα. Τα περισσότερα έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές.
Οι φλόγες έχουν φτάσει στο κατώφλι, έχουν καψαλίσει τέντες και παράθυρα, έχουν γκρεμίσει τοίχους, έχουν ρίξει στέγες.
Ο Μηνάς Κουζούπης στέκεται μόνος έξω από το χωράφι όπου μέχρι χθες ήταν η μόνιμη κατοικία του. Οι ζημιές που μετράει είναι, ευτυχώς, μόνο υλικές:
«Γύρω στις έξι το απόγευμα είδαμε τους καπνούς να έρχονται από τον Βουτζά. Αμέσως πιάνω το αλυσοπρίονο και κάνω ζώνες προστασίας. Μου κόβουν το ρεύμα. Το παρατάω. Εδώ είναι, λιωμένο. Καταβρέχω με το λάστιχο, μέχρι που κόβεται το νερό. Το τελευταίο τέταρτο πριν καεί και το σπίτι, παίρνω το μηχανάκι και φεύγω. Αλλιώς θα καιγόμουνα κι εγώ. Ολα έγιναν στάχτη σε λιγότερο από μία ώρα».
Ο Γιάννης είναι από τους τυχερούς. Το σπίτι του μισοκάηκε:
«Ομως το σημαντικό είναι ότι σωθήκαμε. Το παιδί κοιμόταν στον πάνω όροφο, με την εβδομηντάχρονη γυναίκα που το φυλάει. Τους ξύπνησα μόλις είδα τη φωτιά να έρχεται. Ευτυχώς πρόλαβαν και έφυγαν με το αυτοκίνητο προς τη Ραφήνα, πήγαν στην παραλία στις Μαρίκες και σώθηκαν. Αμέσως μετά ο δρόμος έκλεισε από την κίνηση. Κατάβρεχα με το λάστιχο για τρία τέταρτα, έλουζα κόσμο που έτρεχαν να γλιτώσουν. Δεν ήταν μόνο η φωτιά που σε έκαιγε. Δεν ήταν μόνο οι καπνοί που δεν έβλεπες. Ηταν τόση η ζέστη από το θερμικό κύμα, που σκότωνε. Το χειρότερο ήταν ο αέρας. Δεν αντιμετωπιζόταν με τίποτα. Οι πιλότοι ήταν ήρωες, αλλά με τέτοιον άνεμο τι να κάνουν. Εδώ δεν υπάρχουν και δρόμοι να περάσουν τα πυροσβεστικά οχήματα. Σε μας η Πυροσβεστική ήρθε αφού είχε πια μπει η φωτιά στο σπίτι».
Επιστρέφουμε προς την Αθήνα. Στη στροφή του απότομου δρόμου που κατεβαίνει από τον Βουτζά μια ηλικιωμένη με μαύρο φόρεμα στέκει μπροστά στα καμένα ερείπια ακίνητη και βουβή.
Μετά από ώρα είναι παγωμένη στο ίδιο σημείο, με το ίδιο βλέμμα, δίχως μια λέξη.
Κι είναι οι λέξεις του B.D. Foxmoor που θα μπορούσαν να είναι δικές της -και δικές μας: «Εξω μεγάλωσε η νύχτα και το φεγγάρι φοβάται / θεριεύει η φωτιά και τίποτα δεν λυπάται».