Η δημοσιογραφία δεν αισθάνεται και πολύ καλά τελευταία

Προεδρείο συνεδρίου, SOLIME

Το προεδρείο του συνεδρίου | IRENE LINGUA

Rosa María Calaf, με τα πορτοκαλί μαλλιά και το κατακίτρινο φουλάρι της, είναι ένας ζωντανός θρύλος για τους Ισπανούς ρεπόρτερ.

Ενθουσιώδης σαν έφηβη και εξαιρετικά έμπειρη έπειτα από μισό αιώνα στη δημοσιογραφία, εργάστηκε σε περισσότερες από 100 χώρες αναζητώντας την είδηση.

H Calaf άνοιξε τη συζήτηση για τη δημοσιογραφία και το προσφυγικό πριν από λίγες μέρες στη Βαλένθια, εκεί που -στο πλαίσιο του Solimed- συναντήθηκαν δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ από τη Νότια Ευρώπη για να αναζητήσουν τους τρόπους και τα μέσα που θα μας επιτρέψουν να αντιμετωπίσουμε τη δημοσιογραφία που μας επιβάλλουν τα συστημικά Μέσα.

«Δεν θυμάμαι ποτέ κάτι ανάλογο στη δημοσιογραφία, παλεύετε σε δύσκολους καιρούς», είπε η Calaf απευθυνόμενη σε περίπου 25 νεότερους ρεπόρτερ.

«Παλιότερα τα Μέσα, όταν ακόμα ανήκαν σε εκδότες και όχι σε επιχειρηματίες που κυνηγάνε κάθε άλλου είδους δουλειές εκτός από τη δημοσιογραφία, είχαν επίπεδο», είπε η Calaf. «Τώρα, κυριολεκτικά, ταΐζουν τους πολίτες με σκουπίδια».

Περιττή πολυτέλεια

Εκθεση φωτογραφίας, SOLIMEΕκθεση φωτογραφίας | IRENE LINGUA

Στην Ευρώπη της λιτότητας η δημοσιογραφία δεν αισθάνεται και πολύ καλά τελευταία.

Τα Μέσα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, οι δημοσιογράφοι απολύονται σωρηδόν, η χρηματοδότηση για έρευνα μειώνεται, η εξουσία των εκδοτών επί των δημοσιογράφων είναι πια σχεδόν παντού απόλυτη.

Το κοινωνικό ρεπορτάζ θεωρείται περιττή πολυτέλεια κι ελάχιστοι πια ρεπόρτερ ασχολούνται μ’ αυτό -και να ήθελαν οι εκδότες πια δεν αγοράζουν.

Κι η κατάσταση της δημοσιογραφίας επιδεινώνεται όταν έρχεται να καλύψει το μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα των τελευταίων δεκαετιών, ενώ στην πραγματικότητα δεν της επιτρέπεται ούτε καν να μιλήσει επί της ουσίας γι’ αυτό.

Ο Giacomo Zandonini δουλεύει ως freelance ρεπόρτερ στην Ιταλία -η Λαμπεντούζα είναι το ιταλικό «οικείο κακό».

«Εχουμε να αναμετρηθούμε συνεχώς με τη γραμμή τού κάθε εκδότη στο προσφυγικό και πολύ συχνά η γραμμή είναι “δεν μιλάμε γι’ αυτά”», λέει ο Giacomo. «Ετσι, πολύ συχνά, ιστορίες από την Ιταλία δεν τυπώνονται σε ιταλικά Μέσα, αλλά τις διαβάζουμε στον Guardian».

Ακριβώς την ίδια συνωμοσία της σιωπής αντιμετωπίζουν και οι Ισπανοί ρεπόρτερ: τα Μέσα τους τούς έστελναν κατά δεκάδες στη Μυτιλήνη, αλλά κανένα δεν θέλει ιστορίες από τη Μελίγια ή τη Χουέλβα -εκεί δηλαδή που σκάνε τα κύματα των προσφύγων ή εκεί που οι μετανάστες υποφέρουν στα φραουλοχώραφα.

«Γιατί οι εκδότες δεν θέλουν να δείξουν αυτό που συμβαίνει εδώ και οι αναγνώστες ντρέπονται γι’ αυτό», λέει ο Miguel Angel Rodriguez. «Ετσι, είναι προτιμότερη μια ιστορία από την Ελλάδα».

«Κι όταν, επιτέλους, καταφέρουμε να πείσουμε πως χρειαζόμαστε ένα ρεπορτάζ για τη Μελίγια ή τα Κανάρια Νησιά, αρχίζει το άλλο δράμα: πρέπει να δώσουμε δράμα στον λαό», λέει ο Miguel.

«Οι εκδότες θέλουν συγκινητικές ανθρώπινες ιστορίες ή νούμερα -τόσο τοις εκατό αυξήθηκαν οι ροές, τόσες αιτήσεις ασύλου, τόσες επαναπροωθήσεις. Ετσι όμως, είτε απευθυνόμαστε στο θυμικό τους είτε τους βομβαρδίζουμε με νούμερα, οι αναγνώστες δεν μπορούν να καταλάβουν τι συμβαίνει, γιατί, πώς ξεκίνησαν όλα αυτά. Κυρίως πρέπει να πολεμήσουμε την απάθεια στην οποία μπαίνουν σιγά σιγά οι πολίτες: αρχίζουν να εθίζονται στις εικόνες του πολέμου ή των προσφύγων».

Η Sima Diab είναι φωτορεπόρτερ από τη Συρία. Αυτήν την περίοδο ζει στο Κάιρο. Η Sima ζει τη διάλυση της ίδιας της τής χώρας, φωτογραφίζει τη σάρκα από τη σάρκα της στα περάσματα της θάλασσας, στους καταυλισμούς, στους κλειστούς δρόμους της Ευρώπης.

«Οι πολίτες λαμβάνουν καθημερινά χιλιάδες πληροφορίες από τα ΜΜΕ, από τα σόσιαλ μίντια, από τις ΜΚΟ. Δεν χρειάζονται κι άλλες πληροφορίες, αλλά χρειάζονται κάποιος να ξεκαθαρίσει αυτό το χάος», λέει η Sima.

«Χρειάζεται να τους εξηγήσουμε όσο πιο απλά γίνεται τι συμβαίνει. Ας πούμε, αυτήν τη στιγμή τα κράτη αναθέτουν τη δουλειά που θα έπρεπε τα ίδια να κάνουν στις ΜΚΟ. Οι δημοσιογράφοι πολλές φορές συνεργάζονται με τις ΜΚΟ για να έχουν πρόσβαση σε σημεία που δεν θα μπορούσαν να πάνε μόνοι τους.

«Ο λόγος της εξουσίας»

»Οταν όμως συνεργαζόμαστε με τις ΜΚΟ, πώς θα τις ελέγξουμε μετά; Πώς θα πεις ότι δίνουν αντηλιακά τον χειμώνα ή μπουφάν το καλοκαίρι, όταν εκείνοι θα σου έχουν εξασφαλίσει μια ιστορία με ασυνόδευτα παιδιάΠώς θα δείξεις ότι οι πρόσφυγες εργαλειοποιούνται από όλους στην πραγματικότηταΑκόμα και από τα ίδια τα κράτη, που παζαρεύουν πια το χρέος τους με αντάλλαγμα να διαχειρίζονται το προσφυγικό».

Κι αν υποθέσουμε πως έχουμε ξεπεράσει όλους τους πιθανούς σκοπέλους, βρήκαμε τα χρήματα για μια αποστολή κι έναν εκδότη πρόθυμο να μας δώσει όλη την ελευθερία να μιλήσουμε για όσα είδαμε κι ακούσαμε, πώς μιλάμε γι’ αυτά;

Πώς προσεγγίζουμε τους ίδιους τους πρόσφυγες;

Πώς μιλάς σε ένα θύμα βασανιστηρίων ή σ’ ένα ασυνόδευτο παιδί όταν δεν έχεις καμία σχετική εκπαίδευση;

Ποια είναι τα όρια της ιδιωτικότητας και πόσο τα παραβιάζεις όταν φωτογραφίζεις ανθρώπους που στέκονται στην ουρά για το συσσίτιο;

Πρέπει ή όχι να δημοσιεύουμε τα πλήρη στοιχεία των ανθρώπων;

Να αναφερόμαστε στην εθνικότητά τους ή όχι;

Πώς θα μιλήσουμε για βιασμούς γυναικών χωρίς να αυξήσουμε την ξενοφοβία;

Πρέπει να υιοθετήσουμε τη διάκριση ανάμεσα σε πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες;

Οι ρεπόρτερ αντιμετωπίζουν τα διλήμματα από την πρώτη μέχρι την τελευταία φράση που θα γράψουν.

Αν υπάρχει ωστόσο ένα σημείο που όλοι συμφωνούν, έχει να κάνει με τη γλώσσα της πολιτικής: τις λέξεις που οι πολιτικοί χρησιμοποιούν για να εμπεδώσουμε όλοι τη δική τους αντίληψη για την πραγματικότητα.

Ο Agus Morales το διατύπωσε εξαιρετικά: «Αθελά μας πολλές φορές καθρεφτίζουμε τον λόγο της εξουσίας. Αναφερόμαστε συχνά στην “προσφυγική κρίση” -δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Ενας πρόσφυγας είναι ένας πρόσφυγας. Αυτή που είναι σε κρίση είναι η Ευρώπη και ο τρόπος που αντιδρά απέναντι στους πρόσφυγες».

Η Natalia Sandia πηγαίνει τον προβληματισμό ένα βήμα παραπέρα: είναι φωτορεπόρτερ και μιλά για τη γλώσσα της εικόνας, όχι μόνο για το τι αποφασίζουν να φωτογραφίσουν οι συνάδελφοί της, όχι μόνο για το πού θα καδράρουν και τι θα αποκλείσουν, όχι μόνο για το πόσο δραματική θα είναι η απόδοση ή όχι, αλλά και για την εικόνα των ίδιων των φωτορεπόρτερ.

«Κάτι αποικιοκρατικό»

Συνέδρειο, SOLIMEΕικόνα από τις εργασίες του συνεδρίου | IRENE LINGUA

«Ανάμεσα σε αμάχους φοράμε κράνη και αλεξίσφαιρα, τι μήνυμα περνάμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους;», αναρωτιέται η Natalia. «Γιατί τόσο πολύ δράμα, το θέλουν οι αναγνώστες ή μήπως αρέσει και σε εμάς τους ίδιους; Η ζωή είναι από μόνη της τόσο δραματική, γιατί να προσθέτουμε κι άλλο δράμα από μόνοι μας;».

Ακριβώς αυτόν τον «ηρωικό μύθο» για τους πολεμικούς ανταποκριτές είχε αποδομήσει σε άρθρο του στον Independent το 2012 ο Ρόμπερτ Φισκ:

«Υπάρχει κάτι αδιόρατα αποικιοκρατικό σε όλα αυτά. Εχουμε συνηθίσει τόσο την κινηματογραφική εκδοχή των “πολεμικών” ανταποκριτών, που γίνονται πιο σημαντικοί από το ρεπορτάζ τους. Δεν έχω τίποτε εναντίον του αλεξίσφαιρου γιλέκου -φορούσα κι εγώ ένα στη Βοσνία. Οι ασφαλιστικές εταιρείες επιμένουν οι δημοσιογράφοι και τα συνεργεία να φορούν τέτοιες στολές. Αλλά εκεί έξω δημιουργείται μια διαφορετική εντύπωση: ότι η ζωή ενός Δυτικού δημοσιογράφου έχει μεγαλύτερη αξία από εκείνη των “ξένων” αμάχων που υποφέρουν γύρω του».

Για όλους αυτούς τους λόγους -και κάμποσους ακόμα που δεν χωράνε σ’ αυτό το ρεπορτάζ- οι ρεπόρτερ παλεύουν με μια «γκροτέσκο δημοσιογραφία»: ανάμεσα στις πιέσεις των εκδοτών που τους αναγκάζουν να σκέφτονται τι πουλάει (ή, σωστότερα, τι αγοράζουν αυτοί) και τις πιέσεις των πολιτικών, οι ρεπόρτερ ασφυκτιούν.

Χωρίς ισχυρά σωματεία πια και χωρίς δίχτυ προστασίας, χωρίς συνέργειες με τους πανεπιστημιακούς ερευνητές και τους θεωρητικούς επιστήμονες, χωρίς εκπαίδευση και γερή θεωρητική αποσκευή, ο καθένας μόνος του πρέπει να καταφεύγει στις προσωπικές αρχές του για να σταθεί απέναντι στο θέμα του με όση αξιοπρέπεια μπορεί να επιστρατεύσει.

Δέκα χρόνια μετά

Τι εντέλει μπορεί να προστατεύσει τους πρόσφυγες, τους αναγνώστες, τους ρεπόρτερ, την ίδια την τιμή της δημοσιογραφίας που δοκιμάζονται;

Πώς θα αντιμετωπίσουμε τα μεγάλα εκδοτικά τραστ που ενίοτε προωθούν την απάθεια, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό, τη φοβική Ευρώπη και, ταυτόχρονα, θα ενημερώνουμε τους αναγνώστες και θα επιβιώνουμε με αξιοπρέπεια κάνοντας τη δουλειά μας;

Πώς θα ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη των αναγνωστών που εξανεμίζεται;

Οι ρεπόρτερ που συναντήθηκαν στη Βαλένθια αντάλλαξαν ιδέες, αποφάσισαν να χτίσουν ένα εναλλακτικό δίκτυο ενημέρωσης, να ξεπεράσουν τον ανταγωνισμό που επιβάλλουν τα ΜΜΕ στηρίζοντας ο ένας τον άλλο στην πράξη.

Και κατέληξαν πως, αν υπάρχει ένας μπούσουλας που πρέπει να καθοδηγεί την κάθε μας μέρα, αυτός είναι να επαναλαμβάνουμε στους εαυτούς μας δύο ερωτήσεις: Θα είμαι περήφανος γι’ αυτό το κείμενο ή γι’ αυτήν την εικόνα δέκα χρόνια μετά; Και, κυρίως, τι γυρεύω εγώ εδώ;

Το προσφυγικό στα ελληνικά ΜΜΕ

«Λαθρομετανάστες» και «αγανακτισμένοι πολίτες»

Oι συντάκτες της «Εφ.Συν.» Ντίνα Δασκαλοπούλου και Μάριος ΔιονέλληςOι συντάκτες της «Εφ.Συν.» Ντίνα Δασκαλοπούλου και Μάριος Διονέλλης | IRENE LINGUA

Ξεχωριστή θέση στη συζήτηση για τον τρόπο κάλυψης του προσφυγικού θέματος είχαν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και ο τρόπος που διαχειρίζονται την προσφυγική κρίση.

Αρκετοί από τους δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ που συμμετείχαν στο σχετικό εργαστήριο του Solimed είχαν κατά καιρούς βρεθεί σε αποστολές στα νησιά του Βορείου Αιγαίου και στον Εβρο και είχαν από πρώτο χέρι γνώμη για τα γεγονότα.

Γνώριζαν λοιπόν τα προβλήματα στην πρόσβαση στα κέντρα φιλοξενίας, γνώριζαν ακόμα και για τις περίφημες προσαγωγές δημοσιογράφων στην Ειδομένη όταν έγινε η εκκένωση του καταυλισμού.

Στο εργαστήριο τονίστηκε ο γενικός κανόνας που ισχύει για τα Μέσα στην Ελλάδα, η σύνδεση δηλαδή στην κάλυψη του προσφυγικού θέματος με την πολιτική θέση του Μέσου.

Τονίστηκε πως στα ελληνικά ΜΜΕ η καταγραφή των πάσης φύσεως επεισοδίων ή αρνητικών γεγονότων που σχετίζονται με τους πρόσφυγες κατά κανόνα συνδέεται με αντιπολιτευτικό μικροκομματικό λόγο στη δημόσια σφαίρα, αντί να προβάλλονται ως μέσο πίεσης για τη βελτίωση των συνθηκών διαμονής των ίδιων των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν στα ρεπορτάζ.

Τονίστηκε πως οι ρεπόρτερ είναι σε μεγάλο βαθμό υποχρεωμένοι να ακολουθούν την ατζέντα που θέτουν οι ιδιοκτήτες των Μέσων και να καλύπτουν το θέμα με βάση την πολιτική/κομματική απόχρωση του Μέσου.

Η Ντίνα Δασκαλοπούλου, από την «Εφ.Συν.», ανέφερε πως οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα λειτουργούν σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης που επηρεάζει και την ελευθερία του λόγου, ενώ τόνισε πως ο δείκτης της ελευθερίας του Τύπου στη χώρα κατρακυλά τα τελευταία χρόνια κι αυτό αναπόφευκτα επηρεάζει και το περιεχόμενο των ειδήσεων.

Στη συζήτηση αναφέρθηκαν συγκεκριμένα παραδείγματα διαστρέβλωσης των ειδήσεων που αφορούν τους πρόσφυγες, όπως η τελευταία επίθεση στον καταυλισμό προσφύγων της Χίου από μέλη της Χρυσής Αυγής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα παραπληροφόρησης γύρω από το προσφυγικό είναι η πρόσφατη αντίδραση ομάδων πολιτών που μάχονται κατά των πλειστηριασμών στην Κρήτη, σε ό,τι αφορά τη μεταφορά προσφύγων στο νησί.

«Παίρνουν οι τράπεζες τα σπίτια από τους οφειλέτες για να τα δώσουν να μείνουν μέσα οι πρόσφυγες» ήταν περίπου το αφήγημα που έφτασε μέχρι και σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνου, όπως μετέφερε στο εργαστήριο ο ανταποκριτής της «Εφ.Συν.» στην Κρήτη, Μάριος Διονέλλης.

Σημαντικό μέρος της συζήτησης κατέλαβε ο ρόλος των ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και η σχέση αλληλεπίδρασης με τα μέσα ενημέρωσης.

Οπως τονίστηκε, οι ΜΚΟ μπορεί για τους δημοσιογράφους να είναι μια βασική πηγή πρωτογενούς πληροφόρησης, αλλά ταυτόχρονα τα ΜΜΕ αποτελούν τον καλύτερο ιμάντα προβολής των ίδιων των ΜΚΟ.

Φάνηκε πως και σε διεθνές επίπεδο δεν έχει περάσει απαρατήρητη η εσωτερική διαμάχη των Οργανώσεων για την καλύτερη φωτογραφία διάσωσης που θα φέρει και τις αντίστοιχες δωρεές στα ταμεία τους.

Στον αντίποδα της διαμορφωμένης εικόνας στα ελληνικά ΜΜΕ τονίστηκε η συμβολή των εναλλακτικών μέσων, όπως η συνεταιριστική «Εφ.Συν.», το «Κόκκινο», η «Αυγή», ο Αθήνα 9,84, και κινηματικών ηλεκτρονικών μέσων, όπως το Rproject, στην παροχή σφαιρικής ενημέρωσης γύρω από το προσφυγικό ζήτημα.

Τέλος, ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην ανυπαρξία ελέγχου για την τήρηση της δεοντολογίας από τα συλλογικά όργανα των δημοσιογράφων, χωρίς ούτε καν επιπλήξεις για τη χρήση του όρου «λαθρομετανάστες», ενώ τέθηκαν και ζητήματα ελλιπούς εκπαίδευσης των ρεπόρτερ οι οποίοι καλούνται να προσεγγίσουν ανθρώπους που αποτελούν θύματα πολέμων ή βασανιστηρίων.