Διάλογος για την ευθανασία
«Αύριο θα πεθάνω. Οχι ακριβώς όπως θα ήθελα, δηλαδή με ευθανασία, αλλά με ΜΗ υποβοηθούμενη ευθανασία. Ο μουχλιασμένος συντηρητισμός –έως σκοταδισμός– θεσμών και αντιλήψεων με αναγκάζει να διαπράξω μόνος την “ευθανασία” μου. Μόνο που αυτό δεν είναι ευθανασία, είναι αυτοκτονία».
Ο Αλέξανδρος Βέλιος ήταν ένας επαγγελματίας των λέξεων και της εικόνας.
Με αυτά τα δύο εργαλεία επιχείρησε να θέσει με τον ηχηρότερο τρόπο το αίτημα για τη νομιμοποίηση της ευθανασίας και στην Ελλάδα.
Πρώτα με ένα βιβλίο, μετά με μπαράζ συνεντεύξεων, έχοντας αφήσει πίσω του σειρά από βίντεο και οδηγίες σε συναδέλφους του δημοσιογράφους για το πώς να συνεχίσουν τη δημοσιοποίηση, ο Βέλιος επιχείρησε να εξασφαλίσει ότι το διάβημά του και το θέμα θα κρατηθούν ψηλά στην επικαιρότητα για πολύ καιρό μετά τη δική του τελευταία έξοδο.
Δεν είναι σίγουρα ο πρώτος και πιθανότατα δεν θα είναι ο τελευταίος ασθενής που επιλέγει την οικειοθελή αποχώρηση.
Η διαφορά στην πράξη του Βέλιου είναι πως έγινε από το πρώτο έως το τελευταίο βήμα δημόσια και με όρους διεκδίκησης, αλλά και με εξαιρετικά έντονο το δραματοποιημένο στοιχείο.
Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι καθημερινά δίπλα μας που επιλέγουν να φύγουν, ο καθείς με τρόπο μοναδικό όσο, ενδεχομένως, κι ο τρόπος που έζησε.
Ο Η.Π. (τα στοιχεία στη διάθεση της εφημερίδας) ήταν επίσης ένας άνθρωπος που επέλεξε να ρίξει μόνος την αυλαία.
Οταν πριν από λίγα χρόνια κατάλαβε πως η κατάσταση της υγείας του είναι μη αναστρέψιμη και το τέλος απροσδιόριστο στον ορίζοντα αλλά σίγουρα καθηλωτικό κι οδυνηρό, ο 90χρονος Η.Π. ανακοίνωσε στην οικογένειά του την αμετάκλητη απόφασή του να πεθάνει.
Στην αρχή αρνήθηκε το φαγητό, στο τέλος και το νερό. Οι γιατροί υπέδειξαν υποχρεωτική σίτιση, ο ψυχίατρος που τον εξέτασε μιλούσε για κατάθλιψη της τρίτης ηλικίας και στρες λόγω της καθήλωσης.
Ωστόσο, όταν εκείνος κάλεσε τα παιδιά και τα εγγόνια του για να εξηγήσει την απόφασή του, κανείς δεν μπόρεσε να του αρνηθεί την επιλογή του.
Οπως μας αφηγείται η συντρόφισσά του, «πώς θα πεις όχι σ’ έναν άνθρωπο που έζησε σαν αντάρτης, που δεν φοβήθηκε τη φυλακή, την εξορία, τα βασανιστήρια; Ενας τέτοιος άνθρωπος που μετρήθηκε με τον θάνατο αμέτρητες φορές στη ζωή του είχε απολύτως το δικαίωμα να αποφασίσει για πόσο ακόμα και πώς θα συνεχίσει να ζει.Μας αποχαιρέτησε έναν έναν χωριστά, μας άφησε οδηγίες και την αγάπη του. Εφυγε λεβέντικα όπως έζησε, με επίγνωση, με αξιοπρέπεια, κάνοντας απολύτως αυτό που ήθελε».
Αυτοκτονία, ευθανασία, υποβοηθούμενη αυτοκτονία: κάθε λέξη για τον εκούσιο θάνατο είναι έντονα φορτισμένη, καθεμιά ωστόσο περιγράφει μια διαφορετική προσέγγιση, αλλά και πρακτική.
Ωστόσο, δεν είναι ούτε οι λέξεις ούτε οι πρακτικές, αλλά η νοηματοδότηση της πράξης από την εκάστοτε κοινωνία που κάνει τον εκούσιο θάνατο να μοιάζει επιβεβλημένος (όπως στην αρχαία Κέα για τους ηλικιωμένους), αποτρόπαιος (όπως τον αντιμετωπίζει η ορθόδοξη διδασκαλία), η μοναδική επιτρεπτή διέξοδος (όπως θεωρούσε το χαρακίρι το μπουσίντο των Ιαπώνων) ή το ρομαντικό τέλος ιδανικών εραστών (όπως το αποτύπωσε η λογοτεχνία τον Μεσαίωνα).
Γαλήνιο τέλος
Ο όρος ευθανασία δημιουργήθηκε από τον Αγγλο φιλόσοφο Φράνσις Μπέικον, που θεωρούσε ότι «το έργο της ιατρικής είναι η αποκατάσταση της υγείας και η καταπράυνση των πόνων, όχι μόνο όταν η καταπράυνση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη θεραπεία, αλλά κι όταν μπορεί να εξασφαλίσει έναν εύκολο και γαλήνιο θάνατο».
Αυτή ακριβώς είναι η βασική της διαφορά από την αυτοκτονία: στην ευθανασία ο θάνατος επέρχεται με τη βοήθεια της ιατρικής είτε ενεργητικά (όταν χορηγούνται στον ασθενή φάρμακα) είτε παθητικά (όταν ο γιατρός σταματά τη φαρμακευτική αγωγή και την ιατρική υποστήριξη).
Το 2002 η Ολλανδία ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο όπου επιτράπηκε η ευθανασία. Ακολούθησαν το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο.
Το 2008, ανώτατο δικαστήριο της Ιταλίας έδωσε σε έναν πατέρα το πράσινο φως να αφαιρέσει τον σωλήνα που κρατούσε την κόρη του ζωντανή ύστερα από 10ετή δικαστικό αγώνα που δίχασε τη χώρα.
Δύο χρόνια αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας αποφάνθηκε πως η διακοπή της μηχανικής στήριξης των ζωτικών λειτουργιών ασθενούς δεν αποτελεί έγκλημα, εάν αυτή είναι η θέληση του ασθενούς.
Αλ. Βέλιος – Θαν. Ανεστόπουλος
Σκηνοθετώντας τον θάνατό τους
Ο Κωστής Παπαϊωάννου, γενικός γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γράφει στο facebook για την παράξενη σύμπτωση που έφερε κοντά δύο αταίριαστους ανθρώπους, τον Αλέξανδρο Βέλιο και τον Θάνο Ανεστόπουλο:
«Ο ένας (σ.σ. Αλέξανδρος Βέλιος) έφερε το τέλος πιο κοντά. Το έπραξε άρτια, το ετοίμασε και το εξακόντισε στη δημόσια σφαίρα με επιμονή και χειρουργική ακρίβεια.
Απόλυτα σεβαστή η επιλογή, η δημοσιοποίησή της και η δραματοποίηση που τη συνόδευσε, δεν άφησαν χώρο να φανεί η οδύνη (σημείωση: δεν είμαι από εκείνους που έχουν λύσει μέσα τους εντελώς το θέμα της ευθανασίας.
Θα ήθελα βέβαια, στην απευκταία περίπτωση, τη δυνατότητα της επιλογής για μένα και τους πολύ δικούς μου. Μπορεί και να τη διεκδικούσα. Με τρομάζει όμως τούτες τις μέρες η ευκολία της δημόσιας ενθουσιώδους αποδοχής της ευθανασίας. Σκέφτομαι τι θα σήμαινε να ανοίξει η πόρτα της για πολλούς ανήμπορους και μάλιστα δαπανηρούς ανήμπορους).
Ο άλλος πήγε το τέλος πιο μακριά. Εγραφα μετά τη συναυλία του Μαΐου στο “Παλλάς” πως “ο Θάνος κάλεσε στη σκηνή τους συντρόφους μιας ζωής γεμάτης ποίηση και μουσική, τον Αλεξανδρινό, την Πολυδούρη, τον Καρυωτάκη, τον Waits, τον Cave, τον Nyman, τον Cohen. Καθισμένος σε έναν κόκκινο καναπέ στο κέντρο της σκηνής, κάπνιζε και κουβέντιαζε με τον αποχωρούντα εαυτό του.
Σηκώθηκε ελάχιστα, στηριγμένος στη μέσα δύναμη, τη γλυκιά φροντίδα φίλων και το ξύλινο μπαστούνι του, ίσα για να μας χαιρετήσει και να μας δώσει ραντεβού για ένα κάποιο μέλλον” (…)
Ο Ανεστόπουλος πήγε ώς το τέλος και πήγε το τέλος ένα χιλιοστό πιο πέρα. Και το σκηνοθέτησε, το στιχούργησε, το τραγούδησε, το έντυσε με τα φορέματα που εκείνος διάλεξε.
Σκηνοθέτησαν κι οι δυο την πορεία τους από την πρώτη ανακοίνωση της ασθένειας ώς την προετοιμασία του επικείμενου τέλους.
Ο καθένας με τα εργαλεία του (ο ένας με το όπλο της δημοσιότητας και του θορύβου που αναπότρεπτα γεννά η πρόκληση θανάτου κι ο άλλος με την τέχνη) φιλοτέχνησαν το πορτρέτο του αποχωρούντος εαυτού, την εξόδιο παράσταση (…)».
Κατηγορηματική η Εκκλησία, διαλλακτική η επιστήμη
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει διατυπώσει τη θέση της σε σχέση με την ευθανασία από το 2000. Η άποψη των ορθοδόξων στηρίζεται στην αρχή ότι η απόφαση ζωής και θανάτου δεν είναι ατομικό δικαίωμα, αλλά στα χέρια του Θεού που τη διαχειρίζεται».
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος τονίζεται ότι «η Εκκλησία μας, που πιστεύει στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση του σώματος, στην αιώνια προοπτική και πραγματικότητα (…) κάθε θάνατο που αποτελεί αποτέλεσμα ανθρωπίνων αποφάσεων και επιλογών -όσο “καλός” και αν ονομάζεται- τον απορρίπτει ως “ύβριν” κατά του Θεού. Κάθε δε ιατρική πράξη που δεν συντελεί στην παράταση της ζωής, ως ο Ορκος του Ιπποκράτη ορίζει, αλλά προκαλεί επίσπευση της στιγμής του θανάτου, την καταδικάζει ως αντιδεοντολογική και προσβλητική του ιατρικού λειτουργήματος».
Τι γίνεται με όσους από εμάς δεν θρησκεύονται κι επομένως δεν αναζητούν θεολογικές απαντήσεις κι οριοθετήσεις σε ένα τέτοιο θέμα;
Δικαιούται και σε ποιο βαθμό η πολιτεία να υπεισέρχεται σε θέματα ζωής και θανάτου;
Το ερώτημα πριν από λίγες δεκαετίες είχε απασχολήσει την ιατρική αλλά και τη νομική κοινότητα ως προς την εξωσωματική γονιμοποίηση:
Από τη στιγμή που κατακτήθηκαν τα επιστημονικά μέσα για να μπορεί κανείς να γίνει γονιός ακόμα και στα βαθιά του γεράματα, όφειλαν να μπουν κανόνες και όρια στη διαδικασία – και όχι μόνο ως προς αυτό το σημείο, αφού μόλις πρόσφατα η Επιτροπή Βιοηθικής κλήθηκε να αποφανθεί αν μια οικογένεια μπορούσε να πάρει σπέρμα από το σε αφασία τέκνο της ώστε οι γονείς του να αποκτήσουν εγγόνι στο μέλλον.
Διλήμματα ηθικής
Τα τελευταία αρκετά χρόνια στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ ο ίδιος προβληματισμός υπάρχει και για τον τρόπο που ένας άνθρωπος επιλέγει να φύγει από τη ζωή: αν νομιμοποιούνται οι γιατροί «να γίνουν θεοί για μια μέρα» ώστε να βοηθήσουν στην αναπαραγωγή, γιατί να μη νομιμοποιούνται να πράξουν το ίδιο και για τον θάνατο;
Οι απαντήσεις που δίνουν οι κοινωνίες αντικατοπτρίζονται στα δικαιικά τους συστήματα: εν τέλει κάθε νόμος είναι μια εικόνα του τρόπου που μια δοσμένη κοινωνία σε μια δοσμένη συγκυρία αξιολογεί συνταγματικά και ηθικά μια πράξη.
Πώς, όμως, αξιολογείται συνταγματικά και ηθικά η ευθανασία; Οφείλουμε να διατηρούμε πάση θυσία στη ζωή κάποιον που πάσχει από μια ανίατη ασθένεια, ακόμα και όταν αυτός επιζητεί με κάθε τρόπο έναν ήρεμο και ανώδυνο τερματισμό της ζωής του;
«Οχι», μας λέει ο Βαγγέλης Μάλλιος, γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
«Η τεχνητή διατήρηση των βιολογικών λειτουργιών του ανθρώπου παρά τη θέλησή του, όταν δεν αναμένεται θεραπευτικό αποτέλεσμα, αντιστρατεύεται τη θεμελιώδη αρχή της έννομης τάξης μας: τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου.
Η τεχνητή παράταση της ζωής κάποιου ο οποίος υποφέρει, βρίσκεται στο τελικό στάδιο ανίατης ασθένειας και ενσυνείδητα επιθυμεί να τερματιστεί η ζωή του, τον υποβιβάζει σε αντικείμενο ιατρικού πειραματισμού και αναιρεί την ιδιότητά του ως ανθρώπου. Τον ανάγει σε απλό βιολογικό ον που διατηρείται στη ζωή μόνο και μόνο επειδή το επιτρέπουν τα μηχανήματα και έως ότου συμβεί ένα “θαύμα”».
Δικαιούται λοιπόν κανείς να αποφασίσει να πεθάνει;
Δικαιούται ακόμα και να ζητήσει και να σταματήσει τη θεραπεία που τεχνητά παρατείνει τη ζωή του;
Η Σταυρούλα Τσινόρεμα, καθηγήτρια Σύγχρονης και Νεότερης Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, διδάσκει Βιοηθική και είναι κατηγορηματική:
«Η αξίωση ενός ασθενούς να αφεθεί να εξελιχθεί η διαδικασία του θανάτου του ανεμπόδιστα, ως “δικαίωμά του να αφεθεί να πεθάνει”, είναι παράγωγο του δικαιώματός του να μην υφίσταται καμία παρέμβαση στο σώμα του χωρίς την εκούσια κι ενήμερη συγκατάθεσή του, το οποίο συνδέεται με την αρχή του απαραβίαστου της προσωπικότητάς του. Είναι αίτημα ενσωματωμένο σε μια βαθύτερη ευθύνη του προσώπου να λαμβάνει το ίδιο κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την ενδόμυχη σχέση με τον εαυτό του, εξαιτίας της ιδιαίτερης ευθύνης που φέρει για τον βίο του.
»Θεραπεία που δεν αποκαθιστά την υγεία ή δεν εγγυάται παρά μόνον ελάχιστη αναβολή του θανάτου, με μεγάλο πόνο ή αγωνία για τον πάσχοντα, δεν μπορεί να είναι ηθικά επιβεβλημένη. Η τεχνητή παράταση μιας τέτοιας ζωής μπορεί να συνιστά βλάβη για τον πάσχοντα πολύ οδυνηρότερη από τη διακοπή της.
»Το να αφεθεί κάποιος να φύγει, σε αυτή την περίπτωση, αποτελεί πράξη αγαθοεργίας. Ο ήρεμος και ανώδυνος θάνατος είναι ηθικό πλεονέκτημα.
»Η επιθετική καθυστέρηση μέσω ιατρικής παρέμβασης της αναπόφευκτης έλευσης του θανάτου, κατά παράβαση της βούλησης ή/και του συμφέροντος του ασθενούς, δεν νομιμοποιείται ηθικά και μπορεί να συνιστά παραβίαση της ορθής ιατρικής πρακτικής».
Τον λόγο έχουν οι γιατροί
Αν. Καραμπίνης: Δεν είμαστε δήμιοι
Στην Ελλάδα η ευθανασία απαγορεύεται. Τι λένε γι’ αυτή την πρακτική Ελληνες γιατροί; «Εμείς φοράμε άσπρες μπλούζες, δίνουμε ζωή, δεν είμαστε δήμιοι», είπε σε συνέντευξή του σε ραδιοφωνικό σταθμό ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων κι εντατικολόγος Ανδρέας Καραμπίνης.
«Αν ένας πολίτης θέλει να βάλει εκουσίως τέλος στη ζωή του διότι πιστεύει ότι δεν αξίζει, διότι έχει μια ανίατη αρρώστια ή βρίσκεται σε αδιέξοδο, είναι θέμα πολιτικό, κοινωνικό.
Δεν μπορεί σε αυτή τη διαδικασία να συμμετέχει κανένας γιατρός και να βοηθήσει να φύγει ένας άνθρωπος από τη ζωή (…). Αν στην εντατική έχουμε ένα περιστατικό μη ανατάξιμο, δεν μπορούμε να διακόψουμε ενεργητικά τις θεραπείες και την υποστήριξη.
Συνοδεύουμε τον ασθενή, βάσει των αρχών της παρηγορητικής θεραπείας, ώστε ναι μεν εφόσον έρχεται ο θάνατος να μην τον εμποδίσουμε, αλλά δεν θα τον προκαλέσουμε.
Θα του δώσουμε τη θεραπεία που πρέπει ώστε να περάσει στον άλλο κόσμο χωρίς να πονάει και να έχει άγχος. Αυτός είναι ο ρόλος μας. Υπάρχουν βιολογικές διαστάσεις κι επιστημονικά τεκμήρια».
Ευάγγ. Φιλόπουλος: Θα μπορούσε να…
Ο Ευάγγελος Φιλόπουλος είναι διευθυντής της Κλινικής Μαστού στον «Αγιο Σάββα» και πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας. Ο κ. Φιλόπουλος μας δίνει μια πολυπαραγοντική ερμηνεία στη θεώρηση της ευθανασίας:
«Η κυριαρχία των οικονομικών κριτηρίων στη διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής, οι εξαιρετικά ατροφικές δομές υγείας και φροντίδας, η σταδιακή αναποτελεσματικότητα των βασικών μη τυπικών δικτύων υποστήριξης (οικογένεια, γείτονες) και ο πολιτισμικός και ηθικός μαρασμός των πολιτών μπορούν να δώσουν ώθηση στην επιλογή της λεγόμενης ευθανασίας.
»Αν δεν μπορούμε να προσφέρουμε αποτελεσματικά μέτρα παρηγορητικής φροντίδας, που εξασφαλίζουν μια πορεία προς τον θάνατο χωρίς πόνο, χωρίς καταρράκωση της αξιοπρέπειας και χωρίς ψυχικούς κραδασμούς σ’ όλους τους καρκινοπαθείς (και τους συγγενείς τους), τότε η ευθανασία μπορεί να προβληθεί ως η κατάλληλη εναλλακτική επιλογή».
«Πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα;», τον ρωτήσαμε.
«Είναι δύσκολο να συμβεί στη χώρα μας κυρίως εξαιτίας της ιδιαίτερης αντίστασης των Ελλήνων να αποδεχθούν το αναπόφευκτο του θανάτου λόγω της ασθένειας: πιέζουν τους γιατρούς να κάνουν κάτι για να σωθεί ο ασθενής, παρ’ όλο που επιστημονικά το τέλος είναι θέμα ολίγων ημερών. Εξαιρετικά σπάνια Ελληνες ασθενείς αναζητούν δυνατότητες πρόωρου τερματισμού της ζωής τους.
Από την άλλη, δεν είναι ηθική επιλογή η εμμονή σε θεραπείες μέχρι την τελευταία στιγμή, που στην καλύτερη περίπτωση επιτυγχάνουν σε μικρά ποσοστά ελάχιστη χρονική παράταση της επιβίωσης.
Μια τέτοια πρακτική αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη της παρηγορητικής ιατρικής, δεν προσφέρει ουσιαστική βελτίωση της ποσότητας και ποιότητας ζωής στους πολλούς και οδηγεί σε σπατάλη πόρων, προς όφελος όσων εμπλέκονται στην ιατρική (φαρμακευτικές εταιρείες, κλινικές, επαγγελματίες υγείας).
Πέρα από τις ενδιαφέρουσες και περίπλοκες συζητήσεις για την ευθανασία, η αυτοχειρία (με ή χωρίς βοήθεια) ασθενούς τελικού σταδίου σε διαύγεια συνείδησης με στόχο να αποφύγει την ταλαιπωρία που τον περιμένει προκαλεί αίσθημα σεβασμού και δέος προς τον αυτόχειρα, αλλά και ισχυρό ερέθισμα περισυλλογής και αναστοχασμών σ’ όσους βρέθηκαν δίπλα του, ιδιαίτερα στους γιατρούς».
Νατάσσα Παπαδαυίδ: Γιατί όχι;
Η Νατάσσα Παπαδαυίδ είναι παθολόγος με μεταπτυχιακό στην παρηγορητική ιατρική, μια ειδίκευση που αντιμετωπίζει πολυεπίπεδα ασθενείς που υποφέρουν από χρόνιο πόνο ή βρίσκονται στο τελικό στάδιο ανίατης νόσου.
«Υπάρχει ευθανασία; Υπάρχει δηλαδή το ευ θνήσκειν;», ρωτήσαμε την κ. Παπαδαυίδ. «Μπορεί ένας θάνατος να είναι καλός με την έννοια του αποχαιρετισμού από τον πάσχοντα στη ζωή. Κανείς ψυχικά υγιής άνθρωπος δεν θέλει να πεθάνει. Αναφέρομαι άρα εξ αρχής σε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση που αποκλείει την επιστροφή στην κανονική ζωή.
«Μια ολόκληρη ομάδα πρέπει να ασχολείται με τον ασθενή, όχι μόνο θεραπευτικά και ανακουφιστικά, αλλά και υποστηρίζοντας ψυχολογικά τον ίδιο και τους ανθρώπους του. Ο πάσχων πρέπει να γνωρίζει όλη την αλήθεια για την πορεία της ασθένειάς του ώστε να μπορεί να λάβει τη σωστή για εκείνον απόφαση.
»Εάν ο άνθρωπος είναι ψυχικά υγιής και πάσχει από μια ανίατη ασθένεια, γιατί να μην μπορεί να επιλέξει τον δρόμο του προγραμματισμένου θανάτου του;».
Ν. Παρασκευόπουλος, υπουργός Δικαιοσύνης: Ο νομικός δεν μπορεί να παρέμβει
«Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με δυο λόγια για θέμα με άπειρες πτυχές, ιστορία και βάθος, όπως η ευθανασία. Περιορίζομαι σε μία μόνο πτυχή, τη δικαιική. Το δίκαιο έχει αντικείμενο των ρυθμίσεών του τις ανθρώπινες σχέσεις.
»Η μη υποβοηθούμενη ευθανασία, όπως άλλωστε και η αυτοκτονία, δεν ιδρύουν μια σχέση με τρίτους. Καταχρηστικά θα μπορούσε να γίνει λόγος για σχέση μας με τον εαυτό μας.
»Αν το θελήσουμε, αυτή τη σχέση μπορούμε να τη συζητήσουμε με τον ψυχολόγο ή τον εξομολόγο μας. Ο νομικός δεν μπορεί να παρέμβει σε κάτι που κείται έξω από τον χώρο, την έννοια του δικαίου. Επομένως, νομίζω, στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι σωστό να μιλάμε ούτε για δικαίωμα στον θάνατο ούτε για “υποχρέωση να ζεις”, αλλά για πράξη εκτός εμβέλειας του δικαίου».
Ιωάννης Καράκωστας, Καθηγητής Νομικής: Η Ελλάδα οφείλει να αποκτήσει νομικό πλαίσιο
Ο Ελληνας νομοθέτης δεν έχει ακόμα ρυθμίσει το ζήτημα της ευθανασίας. Αυτό σημαίνει πως όλες οι ιατρικές πράξεις που έχουν αποτέλεσμα την επίσπευση του θανάτου είναι παράνομες και τιμωρούνται ως πλημμέλημα (άρθρο 300 Ποινικού Κώδικα).
Γι’ αυτό και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για να αναζητηθεί εάν κάποιος βοήθησε τον Αλέξανδρο Βέλιο να φύγει από τη ζωή.
Ωστόσο, σε πρόσφατη συνάντηση της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής με τον υπουργό Δικαιοσύνης, Νίκο Παρασκευόπουλο, αποφασίστηκε η σύγκληση επιτροπής η οποία θα διαμορφώσει το νομοθετικό πλαίσιο που θα ρυθμίζει τις περιπτώσεις όσων δεν επιθυμούν την παράταση της ζωής τους.
Μιλήσαμε με τον αναπληρωτή πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής, ομότιμο καθηγητή της Νομικής Αθηνών, Ιωάννη Καράκωστα:
«Η Ελλάδα οφείλει να αποκτήσει νομοθετικό πλαίσιο και να θεσπίσει διατάξεις που να αφορούν τη δυνατότητα αυτοδιάθεσης του προσώπου, να έχει, δηλαδή, κάποιος τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμεί και έχει πλήρη ικανότητα ως προς το δικαιοπρακτείν, να αποφασίζει ελευθέρως.
»Αυτός ο κανόνας κατοχυρώνεται και συνταγματικά με βάση την αρχή της αξιοπρέπειας και της προστασίας του προσώπου. Βεβαιότατα, πρέπει να υπάρχουν αυστηρές προϋποθέσεις και οφείλουμε να προβληματιστούμε σοβαρά μέχρι ποίου σημείου αποφασίζει ο ίδιος ο ασθενής και ποιες θα είναι αυτές οι προϋποθέσεις (ο κίνδυνος ζωής, η μη δυνατότητα ίασης;)».