Λουλούδια και αγκάθια
ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας
«Θα ανακαταλάβουμε βαθμιαία την πλατεία και τα γύρω στενά σε συνεργασία με την αστυνομία και τις προνοιακές υπηρεσίες».
Μόνο όποιος περπατούσε χθες στην πλατεία Βικτωρίας θα μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως το νόημα της προχθεσινής φράσης του δημάρχου της Αθήνας, Γιώργου Καμίνη.
Και μπορεί το υπέρ βωμών και εστιών πολεμικό κάλεσμα του δημάρχου να καμουφλαρίστηκε σε «θα αποκαταστήσουμε την κανονικότητα» στην ιστοσελίδα του δήμου, η εικόνα της πλατείας όμως ήταν μιας νεκρής ζώνης.
Μπορεί η επιχείρηση «ανακατάληψης» στην πρώτη γραμμή να είχε 400 καλλωπιστικά φυτά, αλλά είχε και κλούβες κι αμέτρητους αστυνομικούς και φέις κοντρόλ σε όσους πλησίαζαν την πλατεία και ΜΑΤ απέναντι στους πρόσφυγες που επιχείρησαν να φτάσουν μέχρι εδώ από το Σχιστό.
Ελάχιστοι πρόσφυγες βρίσκονταν στη Βικτώρια χθες – ίσως λιγότεροι κι από τους αλληλέγγυους πολίτες που δίνουν τη μάχη να κρατηθεί η πλατεία ανοιχτή, πολύχρωμη και προσβάσιμη σε όλους.
Ολα αυτά θυμίζουν ανησυχητικά το σκηνικό πριν από χρόνια στον Αγιο Παντελεήμονα. Και τότε το κράτος, ο δήμος κι η αστυνομία, συγκρούστηκε με τους αλληλέγγυους αντιρατσιστές πολίτες σε πραγματικό και συμβολικό επίπεδο για την παιδική χαρά.
Και τότε υπήρχαν «αγανακτισμένοι κάτοικοι». Και τότε οι ναζί δούλευαν αθόρυβα από πόρτα σε πόρτα. Και λίγο καιρό αργότερα έκαναν εκκωφαντικά την εμφάνισή τους.
Και τώρα; Αρκεί μια βόλτα στην περιοχή για να ακούσει κανείς τη ρητορική της Χρυσής Αυγής, πιο εξευγενισμένη, μιας κι ανάμεσα στους πρόσφυγες υπάρχουν μικρά παιδιά – μπροστά στα ανέστια βρέφη ακόμα κι ο ρατσισμός φτιασιδώνεται.
Κρεμάει ταμπέλες «πωλείται η επιχείρηση» στις βιτρίνες των καταστημάτων (αυτόν τον τρόπο βρήκαν οι τοπικοί επιχειρηματίες για να διαμαρτυρηθούν για πτώση του τζίρου τους λόγω προσφυγικού, ενώ -ως γνωστόν- ο τζίρος είναι απογειωμένος σε όλη την υπόλοιπη επικράτεια).
Και κρύβεται μέσα στη μικρούτσικη λέξη «αλλά»: «τους λυπόμαστε, αλλά θα αρρωστήσουμε όλοι», «άνθρωποι είναι κι αυτοί, αλλά γιατί γκαστρώνονται ενώ έχουν πόλεμο;», «είμαστε φιλόξενοι, αλλά αυτοί είναι μουσουλμάνοι».
Σ’ αυτήν την ίδια βόλτα διαπιστώνει κανείς πόσο πολύ εγκαταλειμμένη είναι η γειτονιά από τον δήμο και την πολιτεία στο σύνολό της (παρ’ όλες τις τριανταφυλλιές, τις τούγιες, τις βιβούρνες, τα γιασεμιά και τις μυρτιές που φύτεψε ο δήμαρχος τιμής ένεκεν για την ανακατάληψη).
Θα δει τη νέα επιχειρηματικότητα που ανθεί γύρω από το προσφυγικό δράμα: μαγαζιά που μεταφέρουν χρήματα, άτυπα ταξιδιωτικά πρακτορεία, ένα εστιατόριο με φαγητά της Μεσοποταμίας, του Αφγανιστάν και του Κουρδιστάν που ανακαινίζεται κι ένα ξενοδοχείο για πρόσφυγες που ετοιμάζεται τώρα.
Θα δει επίσης τους διακινητές μέρα μεσημέρι και με χαρακτηριστική άνεση, αφού η Αστυνομία είναι πολύ απασχολημένη με το να φυλάσσει τις βιβούρνες στα παρτέρια.
Κι ανάμεσα σε όλα αυτά, οι κάτοικοι -οι κανονικοί κάτοικοι κι όχι οι «αγανακτισμένοι πολίτες»- με τους οποίους κανείς δεν δείχνει επί της ουσίας να ασχολείται.
Ακόμα κι ο δήμαρχος που «ανακαταλαμβάνει» την πλατεία στο όνομά τους, αλλά εδώ και χρόνια δεν έχει κάνει καμία ουσιαστική παρέμβαση που θα αναβαθμίζει επί της ουσίας τη ζωή τους.
Θα συνεχίζουν να έρχονται
Οι πρόσφυγες έρχονται για πολλούς λόγους στην πλατεία κι όσο τα σύνορα θα παραμένουν κλειστά θα εξακολουθούν να έρχονται αναζητώντας τον «σωστό» διακινητή, που σε αντάλλαγμα μιας μικρής περιουσίας θα τους περάσει παράνομα στην ΠΓΔΜ από κρυφά περάσματα.
Ερχονται επίσης εδώ γιατί η πλατεία έχει γίνει σημείο αναφοράς και συνάντησης – κάτι σαν το φαρμακείο του Μπακάκου στην Ομόνοια για τους δικούς μας εσωτερικούς μετανάστες πριν από πολλά πολλά χρόνια.
Κι έρχονται επίσης για έναν ακόμα, πολύ σημαντικό λόγο: σε μια τεράστια πόλη, σε μια αφιλόξενη ήπειρο, οι άνθρωποι χρειάζονται ένα μέρος που θα τους είναι έστω κι ελάχιστα οικείο κι όπου θα νιώθουν ελεύθεροι.
Οπως ο κύριος Αχμέτ που ταΐζει τα περιστέρια με ψίχουλα σε μια γωνιά της πλατείας: «Κοίτα, κοίτα, τι ωραία που παίζουν!»
Η πορεία των 250 προσφύγων, πάντως, δεν έφτασε ποτέ από το προσωρινό κέντρο φιλοξενίας στον Σχιστό ώς εδώ.
Η αστυνομία έκανε φραγμό επί της Πέτρου Ράλλη στο ύψος του Αλλοδαπών.
Τα ΜΑΤ σταμάτησαν τους πρόσφυγες που διαμαρτύρονταν με τα παιδάκια τους στα χέρια, τους έβαλαν σε λεωφορεία και τους πήγαν πίσω στο Σχιστό.
Ετσι, η Βικτώρια και τα γύρω στενά έμειναν «καθαρά» από πρόσφυγες χθες, οι τούγιες δεν απειλήθηκαν, η ζωή συνεχίστηκε κανονικά – το ίδιο γκρίζα όπως πάντα.