Υπάρχουν κάτι μυστήριοι άνθρωποι…

«Κι ήρθαν τρία παιδιά, σχολιαρόπαιδα, μικρά και…». Ο άνθρωπος απέναντί μου καταρρέει. Από την κούραση, αφού τέσσερα μερόνυχτα δεν έχει σταθεί λεπτό, αλλά κυρίως από τη συγκίνηση.

Η φτωχολογιά της Μάνδρας κρατά το κεφάλι ψηλά

«Οποιος περνάει αυτήν την Πύλη, ας εγκαταλείψει κάθε ελπίδα». Ο Δάντης ασφαλώς δεν είχε δει τη Μάνδρα, αλλά ο στίχος του περιγράφει αυτό που νιώθεις μπαίνοντας στην πόλη

«Αραγε υπάρχουν κι άλλοι νεκροί;»

Οδοιπορικό στη Μάνδρα: H «Εφ.Συν.» περπάτησε, όσο… ήταν δυνατόν, στα λασπόνερα της πόλης και κατέγραψε τον πόνο για τους νεκρούς, την αγωνία για τους αγνοούμενους και για τη φροντίδα των πληγέντων, την αγανάκτηση για την εγκατάλειψη («πόσες φορές θα πνιγούμε μέχρι να κάνουν κάτι;»), το δημιουργικό πείσμα («εμείς θα τα ξαναχτίσουμε, αλλά γι’ αυτό το έγκλημα θα βρεθεί ο φταίχτης;»), την αυτοθυσία -μαζί και την ταπεινοφροσύνη- των πυροσβεστών που δεν νοιάζονται να φωτογραφηθούν («τι σημασία έχει το πρόσωπό μου, δεσποινίς; Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε συνάδελφος, τη δουλειά μας κάνουμε») και το «πικρό» χιούμορ («περάστε παιδιά μου, μόνο μη λερώσετε»)