Ένα γράμμα απ’ τα ξένα

Μπαινοβγαίνοντας σε δυο παραπληρωματικούς κόσμους κατάλαβα ότι το θέμα δεν είναι να ορίζεις σύνορα, αλλά να ρίχνεις γέφυρες.
Τα τελευταία δυο χρόνια μου συμβαίνει κάτι παράξενο. Όλο και περισσότερος κόσμος με αντιμετωπίζει σαν την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Οι φίλοι και οι φίλες μου, η μαμά και ο μπαμπάς μου, ο αγαπημένος μου, οι συνάδελφοί μου, ένας άσχετος που γνώρισα πριν τρία λεπτά στο μπαρ: όλοι μα όλοι οι στρέιτ μόλις μαθαίνουν ότι είμαι στην ομάδα του 10% αντιδρούν με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο.

Φτου & μου βγήκε τ’ όνομα

– Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό; [1]
– Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να έρθουν. [2]
Αύγουστο μήνα σ’ ένα νησάκι καταμεσής του Αιγαίου. Ο πιτσιρικάς που ελέγχει την ευπρέπεια των ευσεβών στην είσοδο του μοναστηριού ψιθυρίζει σαστισμένος: “Ο κύριος πρέπει να βγάλει τη φούστα του και η κυρία το παντελόνι της.” Ο Λύο και η Βάγια γελάνε, τρέχουν σε μια γωνιά χασκογελώντας και ανταλλάζουν τα ρούχα τους. Αρκεί ένα γέλιο για να υπογράφεις ένα περιοδικό;